878/2010 ΑΠ

Τελευταία ενημέρωση την 15 Μαρ 2012 — 18:37

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Ρήγα, προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου Ιωάννη Παπανικολάου, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Τίγγα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαρτίου 2010, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1 συζ. Ζ, 2. Χ2 και 3. Χ3, κατοίκων …, άπαντες ως καθολικοί διάδοχοι του Ιωάννη Βενιού, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κατράκη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ανωνύμου εταιρίας με την επωνυμία “ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΑΕ “, η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βλάσιο Λεονάρδο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Νοεμβρίου 2000 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε οι αποφάσεις: 6212/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 8225/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6 Οκτωβρίου 2008 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός, ανέγνωσε την από 5 Μαρτίου 2010 έκθεσή του , με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της 6.10.2008 αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, εκτός εάν πρόκειται για έγγραφο ενσωματωμένο στην αγωγή, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αν δε το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή, αν και το δικόγραφο της σε ό,τι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι αόριστο, αλλά προβαίνει στην κατ’ ουσία εξέτασή της, παραλείπει κατά παράβαση της άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1 330/2002), και όχι από τον αριθμό 1 ή 19 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που δημιουργεί λόγο αναίρεσης στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της αγωγής, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, και όχι δικονομικού τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 571/2004). Ο περί ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας ισχυρισμός, ως παραβίαση της διάταξης του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ. πρέπει, κατ’ άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., για το παραδεκτό της προβολής του, επειδή δεν αφορά τη δημόσια τάξη, να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο (Α.Π 1676/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατ’ άρθ. 561 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης, προκύπτουν τα εξής ως προς τον εδώ ερευνώμενο αναιρετικό λόγο.
Με την από 20-11-2000 αγωγή της η αναιρεσίβλητη εξέθετε ότι στις 11/4/2000 εισήλθε για νοσηλεία στην κλινική που διατηρεί στο … ο αρχικά εναγόμενος, που απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους αναιρεσείοντες στη συνέχεια Ζ ο οποίος διακομίσθηκε σε βαρύτατη κατάσταση ως πολυτραυματίας από τροχαίο ατύχημα. Ότι κατά την τετράμηνη παραμονή του στην κλινική της μέχρι την έξοδό του στις 10/8/2000, ο αρχικά εναγόμενος υποβλήθηκε στις λεπτομερώς αναφερόμενες στην αγωγή, επτά χειρουργικές επεμβάσεις, ενώ, πέραν αυτών, του παρασχέθηκαν όλες οι δυνατές νοσηλευτικές υπηρεσίες, προς υποστήριξη, βελτίωση και αποκατάσταση της υγείας του. Ότι το κόστος όλων των ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών που παρασχέθηκαν στον αρχικά εναγόμενο κατά την παραμονή του στην κλινική της από 11/4/2000-10/8/2000 ανήλθε στο ποσό των 35.226.697 δραχ., έναντι του οποίου ο αρχικά εναγόμενος κατέβαλε το ποσό των 2.000.000 δραχμών και εξακολουθεί να της οφείλει ποσό 33.226.697 δραχμών, άλλως 97.510,48 ευρώ. Με βάση το περιεχόμενο αυτό ζήτησε η αναιρεσίβλητη να υποχρεωθεί ο αρχικά εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 97.510,48 ευρώ, με το νόμιμο τόκο. Με το περιεχόμενο αυτό στο ιστορικό της και το αντίστοιχο αίτημα η αγωγή είναι επαρκώς ποιοτικά και ποσοτικά ορισμένη κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 118 και 216 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την έννομη σχέση της μίσθωσης έργου παροχής ιατρικών υπηρεσιών στην οποία στηρίζεται. Ειδικότερα: 1) Στις ενσωματωμένες σε φωτοτυπίες στην αγωγή με αριθμό … αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης προσδιορίζονται αναλυτικά: α) οι μικροβιολογικές και λοιπές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ο αρχικά εναγόμενος δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, με τις αναλυτικές τιμές χρέωσης για κάθε μία από αυτές. β) Τα νοσήλια που χρεώθηκαν για κάθε ημέρα νοσηλείας για το υγειονομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τη νοσηλεία με τις αναλυτικές χρεώσεις και κωδικό αναγνώρισης κάθε υγειονομικού υλικού και β) οι φυσικοθεραπείες και λοιπές παρακλινικές εξετάσεις και ιατρικές πράξεις, 2) στα ενσωματωμένα στην αγωγή σε φωτοτυπίες με χρονολογία 11-8-2000 5 ειδικά σημειώματα χορήγησης φαρμάκων σε ασφαλισμένους μέσω κλινικών που συνοδεύονται από τα “κουπόνια”κάθε συσκευασίας προσδιορίζονται αναλυτικά τα χορηγηθέντα στον αρχικά εναγόμενο φάρμακα κατά ονομασία, ποσότητα, τιμή μονάδας και συνολική αξία, που προμηθεύτηκε η αναιρεσίβλητη από το φαρμακείο του … για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από της πιο πάνω συμβάσεις έναντι του αρχικά εναγομένου, χωρίς στην προκειμένη περίπτωση από τη νομική αξιολόγηση και εκτίμηση του δικογράφου της ίδιας αγωγής να προκύπτει ότι με αυτήν γίνεται επίκληση αυτοτελούς σύμβασης πώλησης αγοράς φαρμάκων για λογαριασμό του αρχικά εναγόμενου, και 3) στις ενσωματωμένες στην αγωγή σε φωτοτυπίες 5 καταστάσεις υγειονομικού υλικού προσδιορίζεται αναλυτικά το υγειονομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τη νοσηλεία του αρχικά εναγομένου κατά ονομασία, κωδικό, ποσότητα, τιμή μονάδας και συνολική αξία. Επομένως, το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον αντίστοιχο αντίθετο λόγο της έφεσης των αναιρεσειόντων, για ποσοτική, ποιοτική αοριστία του δικογράφου της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα, και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του αρθ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνεται αβάσιμος. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8β του αρθ. 559 του Κ.Πολ.Δ που έχει σχέση με τη μη έρευνα του ίδιου ισχυρισμού αοριστίας της αγωγής κρίνεται αβάσιμος, γιατί το Εφετείο ερεύνησε τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης των αναιρεσειόντων και τον απέρριψε ως αβάσιμο. Τέλος, ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά τα δύο άλλα μέρη του από τους αριθμούς 1 και 19 του αρθ. 559 του ΚΠολΔ κρίνεται απαράδεκτος, γιατί όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν ιδρύονται οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης επί κρίσεως περί της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας της αγωγής.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθ. 559 αριθμ 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, 4/2005). Περαιτέρω ο εκ του αριθ. 8 του αρθ. 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και του απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997) οπότε ο λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος, αλλά και όταν πρόκειται για αβάσιμο κατά νόμο ισχυρισμό, οπότε ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 31 του π.δ. 234/ 1980 “περί καθορισμού τιμολογίων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και των ιδιωτικών κλινικών”, τα τιμολόγια νοσηλίων που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις (ημερήσια νοσήλια, αμοιβές ιατρικών πράξεων και έξοδα χειρουργείου) για ασφαλισμένους, καθώς και για ασθενείς των οποίων η δαπάνη νοσηλείας βαρύνει το δημόσιο, σε περιπτώσεις εκτάκτου εισαγωγής, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές κλινικές και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι σύμβαση μεταξύ τούτων και των ασφαλιστικών φορέων. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή από τις ιδιωτικές κλινικές του μειωμένου τιμολογίου για τους ασθενείς, που είναι ασφαλισμένοι σε ασφαλιστικά ταμεία του δημοσίου ή άλλων ασφαλιστικών φορέων, είναι η έκτακτη εισαγωγή τους στην κλινική για νοσηλεία, χωρίς να προσδιορίζεται ο λόγος που προκάλεσε την έκτακτη αυτή εισαγωγή, αν δηλαδή οφείλεται αυτή στη μη ανεύρεση θέσης για νοσηλεία σε κρατικό νοσοκομείο ή στο επείγον της περιπτώσεως του ασθενούς. (Α.Π. 1153/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: “Στις 11/4/2000 εισήλθε για νοσηλεία στην ως άνω κλινική ο εναγόμενος, ο οποίος διακομίσθηκε εκεί από τη χειρουργική κλινική του νοσοκομείου ΚΑΤ, σε βαρύτατη κατάσταση ως πολυτραυματίας από τροχαίο ατύχημα, έχοντας υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση συνοδευόμενη από σύγχυση, διέγερση και αποπροσανατολισμό, βαρειά ολιγοημική καταπληξία, εκτεταμένο οπισθοπεριτοναϊκό αιμάτωμα, συντριπτικό δαπολικό κάταγμα αριστερού μηριαίου, επιπλεγμένο Α’ βαθμού, συντριπτικό κάταγμα αριστερής κνήμης, πολλαπλές εκδορές μαλακών μορίων, θλαστικά τραύματα κορμού, προσώπου κ’ άκρων και εξάρθημα αριστερού ώμου. Ελλείψει κλίνης στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) (της αναιρεσίβλητης) ο εναγόμενος, εισήχθη στη μονάδα αυξημένης φροντίδας (ΜΑΦ) της ως άνω κλινικής και ακολούθως μεταφέρθηκε σε απλό δωμάτιο αυτής όπου και παρέμεινε μέχρι την έξοδό του από αυτήν 10/8/2 000. Κατά την είσοδό του στην κλινική της ενάγουσας κ’ λόγω προφανούς αδυναμίας του ιδίου του εναγόμενου ο γιος του Χ2 συνεβλήθη με την ενάγουσα, υπογράφοντας αντ’ αυτού το υπ’ αριθμ. … πληροφοριακό δελτίο ασθενούς, το οποίο επισυνάφθηκε στο ατομικό βιβλιάριο ασθενή του εναγόμενου, στο οποίο αναφέρεται ότι έλαβε γνώση των όρων νοσηλείας και του ισχύοντος τιμολογίου της ως άνω κλινικής. Η εκκαλούσα με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προβάλλει ότι η εισαγωγή του εναγομένου στην κλινική της ενάγουσας δεν υπήρξε αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αλλά αναγκαστική, αφού δεν υπήρχε διαθέσιμη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) σε κρατικό νοσοκομείο και συνεπώς, σύμφωνα με το α. 31 του Π.Δ 234/80 τα τιμολόγια νοσηλίων που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις (ημερήσια νοσήλια, αμοιβές ιατρικών πράξεων και έξοδα χειρουργείου) για ασφαλισμένους στην περίπτωση έκτακτης εισαγωγής, εφαρμόζονται υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές κλινικές και τα νοσηλευτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι σύμβαση μεταξύ αυτών και των ασφαλιστικών φορέων. Όμως, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται η αδυναμία του μεταφοράς στη ΜΕΘ άλλου δημόσιου νοσοκομείου του λεκανοπεδίου …λόγω ελλείψεως κλινών με προσκόμιση σχετικών πιστοποιητικών ή του ΕΚΑΒ. Η ίδια η μάρτυρας του εναγομένου κατέθεσε ότι το βράδυ της 10ης-4-2000 δεν υπήρχε ΜΕΘ. (δεν αναφέρει όμως τίποτε για την 11η-4-2000) και ότι μεσολάβησε και ο ιατρός …, που συνηγορεί υπέρ της προηγούμενης συνεννόησης και επιλογής για την εισαγωγή του ασθενούς στην κλινική της ενάγουσας”. Με βάση τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης ότι η εισαγωγή του ασθενούς αρχικά εναγομένου Ζ στην αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) κλινική δεν έγινε εκτάκτως (κατά την έννοια του αρθ. 31 του π.δ/τος 234/1980 που προαναφέρθηκε), αλλά ύστερα από επιλογή των συγγενών του που επιμελήθηκαν της εισαγωγής και κατόπιν συνεννοήσεως με τον πιο πάνω γιατρό τους, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του ανωτέρω άρθρου 31 του π.δ/τος 234/1980, ο δε αντίθετος δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του αρθ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνεται αβάσιμος. Εξ άλλου ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το άλλο μέρος του από τον αριθμό 8 του αρθ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνεται αβάσιμος γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη του τον αντίστοιχο ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και το λόγο της έφεσής τους, όπως και τα αντίστοιχα περιστατικά που τον συγκροτούν, και τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενώ με το αναιρετήριο δεν προβλήθηκε απ’ αυτούς και κατά ορισμένο τρόπο συγκεκριμένος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 11γ’ του αρθ. 559 του Κ.Πολ.Δ. για τον ίδιο ισχυρισμό.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δίκαιου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάση του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου, με τις παραγράφους 1, 5, 6, 7 και 10 του αρθ. 2 του Ν.2261/1994 ορίζονται τα εξής: Με την παρ. 1 του ως άνω νόμου 2251/1994 “όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων (γενικοί, όροι των συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση της σύμβασής τους αγνοούσε ανυπαιτίως και ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους”. Με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου “Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του προμηθευτή, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του Καταναλωτή”. Με την παρ. 6 του ιδίου “Γενικού όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα της (ουσιώδη) ή σημαντική). (Α.Π. 1987/2006) διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά της σύναψης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Με την παρ. 7 του άρθρου τούτου, όπως αυτή ισχύει μετά το ν. 2741/1999 (άρθρο 10§24) “Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που:…ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή και ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση”. Τέλος, με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή προστέθηκε με την ως άνω § 24 του άρθρου 10 του ν. 2741/1999 “Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιου όρου ή για έναν μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύμβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής”.
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει με σαφήνεια ότι οι διατάξεις για τους γενικούς όρους των συναλλαγών και το πότε αυτοί θεωρούνται καταχρηστικοί κατά την έννοια της διάταξης των αρθ. 281 Α.Κ εφαρμόζονται και για κάθε όρο της σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Δεν αποτελεί δε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ο όρος όταν ο πελάτης καταναλωτής αγνοούσε το περιεχόμενό του ή δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του, ώστε τελικά αποκλίνει από τις τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες του (Α.Π 1987/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν τον εδώ ερευνώμενο αναιρετικό λόγο: “Κατά την είσοδό του στην κλινική της ενάγουσας και λόγω προφανούς αδυναμίας του ιδίου του εναγόμενου ο γιος του Χ2 συνεβλήθη με την ενάγουσα, υπογράφοντας αντ’ αυτού το υπ’ αριθμ. … πληροφοριακό δελτίο ασθενούς, το οποίο επισυνάφθηκε στο ατομικό βιβλιάριο ασθενή του εναγόμενου, στο οποίο αναφέρεται ότι έλαβε γνώση των όρων νοσηλείας και του ισχύοντος τιμολογίου της ως άνω κλινικής. Εξάλλου, εφόσον οι οικείοι του εναγομένου ενεργούσαν κατά την εικαζόμενη αληθή βούλησή του και είχαν ενημερωθεί για τα υψηλά νοσήλιά του (ήδη την πρώτη εβδομάδα 5.000.000 δρχ.) κατά την παραμονή του στην κλινική της ενάγουσας και το αποδέχθηκαν, μετά δε την ανάνηψή του δεν έφερε αντιρρήσεις, και ο ίδιος λόγος αυτός κρίνεται αβάσιμος κ’ απορριπτέος, αφού ούτε μονομερώς από την ενάγουσα επιβλήθησαν οι όροι νοσηλείας του, ούτε αναγκαστικά ετέθησαν από αυτή”. Με το να κρίνει έτσι το Εφετείο ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του ν. 2251/1994 όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2741/1991 και του αρθ. 281 του ΑΚ, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει καταχρηστικούς τους γενικούς όρους τιμολόγησης της ένδικης σύμβασης νοσηλείας. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το ένα μέρος του με τον οποίο αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του αρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης.
Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ πιο πάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το δεύτερο μέρος του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του αρθ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα, όπως και ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης. Τέλος, ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το τελευταίο μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του αρθ. 559 του ΚΠολΔ κρίνεται αβάσιμος, γιατί το Εφετείο με τις προαναφερθείσες παραδοχές του ερεύνησε και απέρριψε τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης των αναιρεσειόντων με τον οποίο επαναφέρθηκε ο αντίστοιχος ισχυρισμός τους για καταχρηστικότητα των όρων τιμολόγησης της ένδικης σύμβασης νοσηλείας.
Πρέπει επομένως να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην εις το διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης που νίκησε (αρθ. 175 και 183 Κ.Πολ.Δ) και για τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6-10-2008 αίτηση των 1.Χ1 συζ. Ζ, 2. Χ2 και 3. Χ3, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 8225/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη τηςαναιρεσίβλητης την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαΐου 2010.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *