1570/2010 Άρειος Πάγος – Νόμιμη η εκπρόθεσμη αποποίηση κληρονομιάς εφόσον έγινε από πλάνη ή άγνοια του κληρονόμου

Τελευταία ενημέρωση την 24 Νοέ 2012 — 09:37

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Δημάδη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη και Κωνσταντίνο Τσόλα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, που εδρεύει στην …, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Παναγιώτη Παππά, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Ψ, κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Δενδρινό με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-4-1995 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 351/1998 του ίδιου Δικαστηρίου και 1032/2007 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 23-6-2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Τσόλας ανέγνωσε την από 10-9-2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.- Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εισάγεται προς συζήτηση, μετά την εμπρόθεσμη κατάθεση της υπ’ αριθμ. … θετικής γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για το παραδεκτό και βάσιμο των περιεχομένων στην αίτηση αυτή λόγων αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1, 2 του ν. 2298/1995, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του ν. 2579/1998 και ακολούθως με το άρθρο 42 του ν. 2721/1999 και ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 13 παρ. 9 του ν. 3790/2009, αφού η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε στις 27-6-2008, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του πιο πάνω νόμου.
2.- Κατά τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α` και 1850 εδ. β` του ΑΚ ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Κατά δε το άρθρο 1857 εδ. β` περ. α`, γ` και δ` του ίδιου Κώδικα, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνεπάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1901 εδ. α` ΑΚ ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τα χρέη της κληρονομίας. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποιήσεως, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν με τον τρόπο αυτό η συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του, από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερομένων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (ΟλΑΠ 3/1989). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν ορθώς εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε με αυτήν τα ακόλουθα, αναφορικά με την από 25-4-1995 ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά του αναιρεσείοντος περί ακυρώσεως, λόγω πλάνης, της αποδοχής της κληρονομίας, που κατά πλάσμα του νόμου θεωρήθηκε ότι έγινε λόγω άπρακτης παρελεύσεως της προθεσμίας αποποιήσεως: Στις 27-6-1994 πέθανε ο πατέρας της ενάγουσας Α1, κάτοικος στη ζωή … χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε: 1) από τη σύζυγό του Α2, , 2) τη θυγατέρα του Α4 σύζ. …, 3) τη θυγατέρα του Α3 σύζ. … και 4) τη θυγατέρα του Ψ (ενάγουσα). Η ενάγουσα δεν προέβη σε αποποίηση της επαχθείσας κληρονομίας του πατέρα της μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της και, συνεπώς, θεωρήθηκε πως αποδέχθηκε αυτοδικαίως αυτήν. Όταν πέθανε ο πατέρας της όχι μόνο δεν άφησε κανένα περιουσιακό στοιχείο, αλλά αντιθέτως όφειλε στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο από την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως εμπόρου αγροτικών προϊόντων, για τη διαχειριστική περίοδο 1993-1994 α) το ποσό των 58.588.237 δραχμών λόγω μη αποδόσεως του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), που εισέπραττε από την πώληση των προϊόντων του, β) το ποσό των 9.319.753 δραχμών για φόρο εισοδήματος και γ) το ποσό των 17.828.805 δραχμών λόγω μη αποδόσεως των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του ΕΛΓΑ, που παρακρατούσε από το τίμημα των αγροτικών προϊόντων που αγόραζε από τους παραγωγούς, δηλαδή συνολικά το ποσό των 85.736.795 δραχμών. Το ποσό αυτό κλήθηκε κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 1995 από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ) … να καταβάλει αποκλειστικά η ενάγουσα, δεδομένου ότι η μητέρα της και οι δύο αδελφές της είχαν αποποιηθεί εμπρόθεσμα και συγκεκριμένα την 1-9-1994, χρόνο κατά τον οποίο αυτή (ενάγουσα) απουσίαζε στην Κρήτη, όπου εργαζόταν, την επαχθείσα κληρονομία του συζύγου και πατέρα τους με σχετική δήλωσή τους ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Κατερίνης. Λόγω έλλειψης κληρονομιαίας περιουσίας η ενάγουσα δεν είχε κανένα απολύτως κίνητρο να αποποιηθεί εγκαίρως ανύπαρκτα κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία, με αδάπανη σχετική δήλωση στο γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου. Αποδείχθηκε επίσης ότι η· ενάγουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση αγνοούσε καθόλο το χρόνο που έπρεπε να αποποιηθεί την κληρονομία και μέχρι τον Ιανουάριο του 1995, που κλήθηκε από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ … να πληρώσει τις οφειλές του πατέρα της, την ύπαρξη προθεσμίας αποποίησης και κατ’ επέκταση τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την άπρακτη παρέλευσή της, η πλάνη δε αυτή, η οποία δεν σχετίζεται με το κατάχρεο της κληρονομίας, είναι πράγματι ουσιώδης, γιατί αναφερόταν σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, λόγω των έννομων συνεπειών που συνεπήγετο αυτή, δηλαδή να βαρύνεται με τα χρέη της κληρονομίας, ώστε αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση, δηλαδή την ύπαρξη από το νόμο προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας και τις έννομες συνέπειες από την άπρακτη παρέλευσή της, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αλλά θα αποποιούνταν εμπρόθεσμα την κληρονομία και, συνεπώς, θεμελιώνει την ακύρωση της πλασματικής κατά το νόμο αποδοχής της ανωτέρω κληρονομίας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η μητέρα και οι δύο αδελφές της ενάγουσας αποποιήθηκαν εμπρόθεσμα την κληρονομία, καθόσον αποδείχθηκε ότι και αυτές αγνοούσαν την ύπαρξη της προθεσμίας αποποιήσεως και κατ’ επέκταση τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την άπρακτη παρέλευση της, τυχαία δε προέβησαν στην αποποίηση μέσα στη νόμιμη προθεσμία, και για το λόγο αυτό δεν ειδοποίησαν την ενάγουσα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, εργαζόταν τότε στην Κρήτη, ώστε να προβεί και αυτή στην αποποίηση της κληρονομίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι η ένδικη αγωγή είναι κατ’ ουσίαν βάσιμη και εν συνεχεία απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η αναιρεσίβλητη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος στη δεύτερη τάξη κατ` άρθρο 1814 ΑΚ του αποβιώσαντος χωρίς διαθήκη πατέρα της, δικαιούται να ζητήσει για ουσιώδη πλάνη που οφειλόταν, λόγω των αναφερομένων σε αυτήν συνθηκών, στην άγνοια της υπάρξεως προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας και των συνεπειών εκ της παρελεύσεώς της, την ακύρωση της αποδοχής που κατά πλάσμα του νόμου θεωρήθηκε ότι έγινε λόγω παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας αποποιήσεως, ορθώς τις προαναφερθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ διέλαβε .στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ως άνω ουσιώδες ζήτημα της, μη σχετιζομένης με το κατάχρεο της κληρονομίας, πλάνης της αναιρεσίβλητης, οι οποίες επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, τις οποίες εφάρμοσε. Επομένως είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης από τους αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον ισχυρίζεται τ’ αντίθετα. Περαιτέρω ο δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με την εκ μέρους της αναιρεσίβλητης άγνοια της προθεσμίας αποποίησης και των συνεπειών από την άπρακτη παρέλευσή της είναι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, απαράδεκτος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23-6-2008 αίτηση για αναίρεση της 1032/2007 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 2 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *