Οι τραπεζίτες έχουν πρόβλημα και δεν έχουν… “όρεξη” να το λύσουν

Μπορεί ο “Ηρακλής” να βρίσκεται σταθερά στην επικαιρότητα και να αναδεικνύεται ως καταλύτης σε σειρά δρομολογημένων εξελίξεων για τις τράπεζες, τα κόκκινα δάνεια όμως δεν είναι το μείζον ζήτημα για τους τραπεζίτες.

Το τραπεζικό σύστημα να έχει περάσει τα τελευταία χρόνια επικεντρώνοντας στη διαχείριση NPE’s και NPL’s, σε πολύπλοκα χρηματοδοτικά σχήματα και την αύξηση των καταθέσεων και αυτό φαίνεται ότι είναι τελικά το μεγάλο πρόβλημα. Οι ελληνικές τράπεζες, όπως αναφέρει σε εσωτερικό σημείωμα η EBA, το οποίο απευθύνεται στον SSM, πάσχουν από υδροκεφαλισμό στα τμήματα διαχείρισης και servicing. Παράλληλα, αναφέρεται στο mini report ότι διευθύνσεις που θα μπορούσαν να βγάλουν τις τράπεζες από το τούνελ παραμένουν υποστελεχομένες, υποχρηματοδοτούμενες και παραγκωνισμένες. Στα business plans που έχουν εγκριθεί βέβαια, οι τραπεζίτες έχουν αναβαθμίσει τους τομείς παραγωγής εσόδων, κάτι τέτοιο όμως δεν έχει -ακόμα τουλάχιστον- συμβεί στην πραγματικότητα.

Οι ελληνικές τράπεζες οδηγήθηκαν σε πολιτική αντιπαράθεση και έπαιξαν ρόλο “Ιφιγένειας” για την κυβέρνηση, με αφορμή την σχεδόν ταυτόχρονη αύξηση των χρεώσεων για αναλήψεις και τραπεζικές εργασίες, ακόμα και για ηλεκτρονικές υπηρεσίες. Αν η συγκυρία αυτή δείχνει κάτι, αυτό δεν είναι οι εναρμονισμένες πρακτικές και η πιθανότητα καρτέλ, αλλά η απελπισία στην οποία έχουν περιέλθει οι τραπεζίτες αναζητώντας…. έσοδα.

Τους τελευταίους μήνες οι τράπεζες έλυσαν το σημαντικότερο πρόβλημα που είχαν κληρονομήσει από το PSI, αυτό της ρευστότητας, καθώς η δυναμική επιστροφή καταθέσεων, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση της απασχόλησης δημιούργησαν επαρκείς ροές. Με τη νέα ρευστότητα αυτή, οι τράπεζες απέκτησαν επαρκή χρηματικά εργαλεία (cash instruments) τα οποία λογίζονται ως ρευστότητα και έτσι ενίσχυσαν τους δείκτες LCR, μέσω της βελτίωσης τόσο του αριθμητή του κλάσματος ήτοι του HQLA (High Quality Liquid Assets) όσο και του παρονομαστή,δηλαδή του μέσου υπολοίπου εισροών-εκροών για περίοδο 30 ημερών.

Όπως έχει επισημάνει το Crisis Monitor,, όμως, παρά τη δυναμική επανάκτηση ρευστότητας οι τραπεζίτες δεν έχουν ανοίξει τις στρόφιγγες στην οικονομία, καθώς υπολογίζουν το ρίσκο των χρηματοδοτήσεων με βάση τον συσσωρευμένο κίνδυνο κλάδων και επιχειρήσεων, ήτοι κάνοντας price-in κινδύνους που συνδέονται με την κρίση και αγνοώντας τις προοπτικές.

Παράλληλα, η υπερσυσσώρευση προσωπικού και πόρων στα τμήματα διαχείρισης απαιτήσεων και κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τις εθελούσιες εξόδους, τη συρρίκνωση δικτύου και την απουσία διάθεσης ανάληψης ρίσκου, έχουν καταστήσει πολλές εν δυνάμει δυναμικές διευθύνσεις… “φαντάσματα του εαυτού τους”, καταβαραραθρώνοντας τα έσοδα και επηρεάζοντας, με βάση τις προβολές, τις προοπτικές.

Εκεί ακριβώς έγκειται το πραγματικό και κεφαλαιώδες πρόβλημα των τραπεζών και ο τομέας στον οποίο θα κριθούν οι τραπεζίτες. Η λύση του προβλήματος δεν είναι ούτε απλή, ούτε άμεση, η εδραίωση της βάσης όμως και η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών όμως είναι κλειδί.

Η αύξηση των χρεώσεων ήταν μια προσπάθεια να καλυφθεί το κενό εσόδων βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμα, όσο οι τράπεζες θα αναπτύσσουν -εκ νέου- τους τομείς χορηγήσεων και τα δίκτυα πώλησης τραπεζασφαλιστικών προϊόντων, τα οποία μπορούν συνδυαστικά να ενισχύσουν την κερδοφορία με τρόπο διαχρονικά αξιόπιστο και σχετικά κυκλικό,

Το πρόβλημα με τις λύσεις ανάγκης όμως, είναι ότι τείνουν να αποκαλύπτουν ή να τονίζουν το πρόβλημα. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση των χρεώσεων, καθώς κατέδειξαν με τον πλέον σαφή τρόπο ότι οι τραπεζίτες δεν έχουν λύσεις και στερούνται… “φαντασίας”.

Ένα ακόμη ζήτημα που οι τραπεζίτες τείνουν να παραβλέπουν, κυρίως λόγω άγνοιας και ηλικίας, είναι η ανάπτυξη των τεχνολογικών υποδομών, ψηφιακών υπηρεσιών και των fintech λύσεων, τομείς που συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται ως πάρεργο και ενοχικά έναντι της “παραδοσιακής” τραπεζικής.

Το σκηνικό και η συγκυρία που έχει δημιουργηθεί δημιουργούν την επιτακτική ανάγκη αναδιάταξης του τραπεζικού συστήματος και εσωτερικής αναδιάρθρωσης των τραπεζών, αίσθηση που ίσως να μην μεταφέρεται στο εσωτερικό με την ένταση που γίνεται αντιληπτή διεθνώς, κυρίως λόγω της σημαντικής αντίστασης στην αλλαγή που επιδεικνύουν οι ίδιοι οι οργανισμοί. Ο στρουθοκαμηλισμός, όμως, σε αυτή τη φάση υπονομεύει κάθε προοπτική βιωσιμότητας και με δεδομένη την πρακτικά αδύναμη ακόμα θέση των τραπεζών τις καθιστά ευάλωτες σε επιθετικές κινήσεις τόσο από νέους παίχτες που επιδιώκουν μερίδια αγοράς, όσο επενδυτικά funds που ενδεχομένως να εξετάζουν σενάρια διάσπασης τραπεζών για την επίτευξη αποδόσεων.

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *