Στις τράπεζες όλος ο λογαριασμός για την bad bank

Κανένα δημοσιονομικό κόστος δεν επιφέρει ενδεχόμενη εφαρμογή του σχεδίου που επεξεργάστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, για τη δημιουργία εταιρείας διαχείρισης -προβληματικών- στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company-AMC).

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, το προτεινόμενο σχέδιο προβλέπει ότι ενδεχόμενες ζημιές από την τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures-NPEs) καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τους φορολογούμενους.

Το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής εγγύησης θα καλυφθεί, όπως αναφέρει η ΤτΕΕΛΛ +0,26%, από φορολογικά έσοδα, που σχετίζονται με το ύψος της ονομαστικής αξίας των υπό μεταφορά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures-NPEs) προς την AMC. Η παραπάνω αναφορά περιγράφει την επιβολή έκτακτου φόρου στις τράπεζες, που θα ενταχθούν στο σχήμα, επιβεβαιώνοντας πλήρως τις σχετικές πληροφορίες του Euro2day.gr.

Ο φόρος θα επιβάλλεται από την έναρξη της οικειοθελούς συμμετοχής των τραπεζών στο σχήμα και θα συσχετίζεται με την καθαρή λογιστική αξία των μεταφερόμενων δανείων, ώστε να μην τιμωρούνται οι τράπεζες, που σχημάτισαν μεγαλύτερες προβλέψεις. Τα έσοδά του θα συγκεντρώνονται σε έναν «κουμπαρά», ο οποίος θα αντικρίζει την κρατική εγγύηση.

Επιπρόσθετα, το Δημόσιο θα εισπράττει ετησίως σταθερό έσοδο από τα ασφάλιστρα κινδύνου, που θα καταβάλουν οι τράπεζες έναντι της εγγύησης.

Προβλέπεται ότι σε βάθος 5ετίας τουλάχιστον το 65% της κρατικής εγγύησης θα αντικριστεί από τα έσοδα εισπράξεων φόρου και προμηθειών. Ενδέχεται η κυβέρνηση να αποφασίσει, εφόσον υιοθετήσει το σχέδιο, το ποσοστό της κρατικής εγγύησης που καλύπτεται από τις εισπράξεις μετρητών να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο (σ.σ. δύσκολο).

Ταυτόχρονα, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να συμψηφίζουν το νέο φόρο με οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credit-DTC), έναντι του Δημοσίου.

Έτσι, επιτυγχάνεται ο στόχος να αντιμετωπισθεί, με το ίδιο σχέδιο, το πρόβλημα των NPEs και των υψηλών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι οποίες ανέρχονταν, τον Μάρτιο του 2020, σε 15,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.

Πώς προβλέπεται να λειτουργήσει ο μηχανισμός της AMC

Το σχέδιο προκρίνει τη μεταφορά, σε ποσοστό μέχρι το 100% του υφιστάμενου αποθέματος NPEs καθώς και των νέων NPEs που θα προκύψουν μετά το πέρας της πανδημίας, στην AMC. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μεταφέρονται στην καθαρή λογιστική τους αξία και επομένως δεν εγγράφεται ζημιά.

Εν συνεχεία, η AMC προχωρά στην τιτλοποίηση των δανείων. Η ονομαστική εγγύηση επιτρέπει στους επενδυτές να «μπιντάρουν» τα δάνεια κοντά στην καθαρή λογιστική τους αξία. Προς πώληση θα βγαίνει τουλάχιστον το 50% των τίτλων πρώτης διαβάθμισης (senior notes) της τιτλοποίησης καθώς και «φέτα» των ομολογιών ενδιάμεσης διαβάθμισης (mezzanine notes).

H εγγραφή της -βέβαιης- ζημιάς μετατίθεται για το άμεσο μέλλον. Όταν, δηλαδή, αρχίσουν να εμφανίζονται σοβαρές αποκλίσεις μεταξύ των καθαρών εισπράξεων από τις απαιτήσεις και του business plan της τιτλοποίησης, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση της εγγύησης για κάλυψη της ετήσιας απόκλισης.

Έτσι, οι τράπεζες απο-αναγνωρίζουν τα τιτλοποιημένα δάνεια, κατά ολοκλήρωση της συναλλαγής (πώληση τουλάχιστον του 50% των senior notes καθώς και «φέτας» των mezzanine notes), ενώ η εγγραφή της ζημιάς να μετατίθεται σε βάθος 5ετίας. Η δε κρατική εγγύηση καλύπτεται από τα έκτακτα φορολογικά έσοδα και τα έσοδα από την προμήθεια (ασφάλιστρα κινδύνου) κατά τουλάχιστον 65%.

Σύμφωνα με στελέχη της δευτερογενούς αγοράς, είναι απίθανο η ζημιά να ξεπεράσει το 65% επί της ονομαστικής αξίας των senior και mezzanine notes. Ως εκ τούτου, ο αναλαμβανόμενος κίνδυνος για το Δημόσιο, ως εγγυητή, είναι εξαιρετικά χαμηλός. Αντίθετα, μπορεί να βγάλει υπεραξία ως κάτοχος μετοχών ή ομολογιών της AMC, από ενδεχόμενη υπεραπόδοση στο επίπεδο του ποσοστού εισπράξεων (collection rate) των τιτλοποιημένων απαιτήσεων.

Η επιβολή φόρου καθιστά το σχέδιο της TτΕ ακριβότερο για τις συμμετέχουσες τράπεζες, σε σύγκριση με το πρόγραμμα εγγυοδοσίας «Ηρακλής». Από την άλλη, όμως, διαθέτει το πλεονέκτημα να πληρώνει η τράπεζα με… δόσεις τη ζημιά μεγάλης κλίμακας τιτλοποιήσεων.

Οι στόχοι και οι βασικοί άξονες της πρότασης

Το σχέδιο αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας συνολικής στρατηγικής για τον τραπεζικό κλάδο, προκειμένου να επιτύχει ταυτόχρονα μία σειρά από επιμέρους στόχους:

  • την οριστική και ταυτόχρονη διευθέτηση των προβλημάτων που απορρέουν από την ύπαρξη ενός υψηλού αποθέματος NPEs και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία αποτελεί μακράν το μεγαλύτερο ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών
  • την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας, προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να παράγουν εσωτερικά κεφάλαιο σε διατηρήσιμη βάση
  • την αποφυγή αδικαιολόγητης απίσχνασης (undue dilution) των υφιστάμενων μετόχων, ώστε να υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα συμμετοχής τους σε ενδεχόμενες μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου
  • την αποφυγή χρήσης κρατικών ενισχύσεων, ώστε αφενός μεν να περιοριστεί ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard), αφετέρου δε, να ενισχυθεί περαιτέρω η χρηματοπιστωτική σταθερότητα με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών
  • τη διαμόρφωση συνθηκών πλήρους διαφάνειας για την ορθή απεικόνιση των υφιστάμενων και μελλοντικών ζημιών των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών
  • τον επαναπροσδιορισμό του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών, προκειμένου να παρουσιαστεί μία ελκυστική επενδυτική πρόταση.

Η ανάκαμψη από την κρίση της πανδημίας με την επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας απαιτεί την ενεργό συνδρομή του πιστωτικού συστήματος. Συνεπώς, η μεμονωμένη αντιμετώπιση των επιμέρους προκλήσεων του τραπεζικού τομέα δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν θα δώσει τη δυναμική που απαιτείται για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *