Διαχωρισμός καλών και κακών δανείων

Τα επίσημα στοιχεία υποστηρίζουν ότι «κόκκινα» είναι το 14% των στεγαστικών, το 26,4% των καταναλωτικών και το 13% των επιχειρηματικών δανείων. Τα ανεπίσημα στοιχεία δείχνουν μία σαφώς χειρότερη εικόνα, καθώς η διαδρομή από την αρχική καθυστέρηση στην τελική παραδοχή της πλήρους αδυναμίας ανταπόκρισης του δανειολήπτη στις υποχρεώσεις του είναι αρκετά μακρινή. Στα αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία του 2013, λοιπόν, θα πρέπει να περιμένουμε μία δραματική επιδείνωση. Είναι μία αληθινή  βόμβα που έχουμε κρύψει άτσαλα στον κόρφο μας…

Αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο, τότε τα περισσότερα από τα υφιστάμενα τραπεζικά ιδρύματα δεν θα παρουσιάζουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τους μετόχους τους. Ποιος θα ήθελε να είναι μέτοχος σε μία εταιρεία που δημιουργεί μόνο ζημίες και απαιτεί κάθε χρόνο νέες αυξήσεις κεφαλαίου;

Κατά συνέπεια, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε νέα ιδιωτικά τραπεζικά σχήματα, καθώς τα υπάρχοντα θα περάσουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο στον έλεγχο του δημοσίου. Είναι πιο συμφέρον για έναν ιδιώτη επενδυτή να βάλει τα χρήματά του σε μία νέα τράπεζα από το να προσπαθεί να γεμίσει ένα πιθάρι που δεν έχει πάτο. Πότε θα συμβεί αυτό; Όχι άμεσα ή τουλάχιστον όχι πριν αρχίσει να βελτιώνεται το επενδυτικό κλίμα.

Από την άλλη πλευρά, το κράτος θα μείνει με δύο – τρεις σφραγίδες στα χέρια του και με ένα βαθιά προβληματικό χαρτοφυλάκιο. Οπότε, δημιουργείται αυτόματα το ερώτημα αν η απλή διαχείριση αυτής της κατάστασης είναι αρκετή για να μπορέσει να πάρει αναπνοές η Οικονομία. Η απάντηση είναι αρνητική και οι λόγοι είναι προφανείς.

Ποιο είναι το νόημα, λοιπόν, να έχει το κράτος στα χέρια του την σφραγίδα 3 τραπεζών με ένα προβληματικό χαρτοφυλάκιο από το να διαχωρίσει αυτές τις τράπεζες αρχής εξαρχής από το προβληματικό τους χαρτοφυλάκιο; Η δεύτερη επιλογή είναι εκείνη που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην Οικονομία, καθώς οι νέες τράπεζες που θα προέκυπταν μετά από τον διαχωρισμό των δανείων σε καλά και κακά δάνεια,  θα ήσαν ελκυστικές για Έλληνες και ξένους επενδυτές. Θα κερδίζαμε έτσι χρόνο, αφού δεν υπάρχει Οικονομία στον κόσμο που μπορεί να λειτουργήσει δίχως ένα αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα.

Αυτή είναι μία λύση που αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν όλοι να αποδεχτούν. Το ερώτημα είναι ποια κίνητρα θα εφευρεθούν για να εξακολουθήσουν τα καλά χαρτοφυλάκια να είναι καλά και με ποιο τρόπο θα μπορέσει το ελληνικό δημόσιο να αποζημιωθεί –έστω και σε βάθος χρόνου– από το κακό χαρτοφυλάκιο που θα φορτωθεί  εξ΄ ανάγκης. Κι εδώ χρειάζεται ευρηματικότητα. Δεν αρκούν οι δήθεν δοκιμασμένες λύσεις. Κι αυτό διότι η σημερινή κατάσταση δεν έχει συναντηθεί άλλη φορά στο παρελθόν…

Θανάσης Μαυρίδης 

www.capital.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *