1/2010 Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο – Χρέη προς το δημόσιο – Προσωπική κράτηση – Προστασία της αξίας του ανθρώπου – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης

Τελευταία ενημέρωση την 21 Μαρ 2012 — 14:14

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο 1/2010

 Περίληψη

Χρέη προς το δημόσιο – Προσωπική κράτηση – Προστασία της αξίας του ανθρώπου – Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης.

Αίρεται η αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 1/2009 του Αρείου Πάγου και 250 και 251/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας περί την ουσιαστική συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 1 και επόμενα του ν. 1867/1989, όπως τροποποιήθηκαν με τους ν. 2065/1992 και 2214/1994, που αφορούν στην προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο και γίνεται δεκτό ότι οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (Ειδικότερη γνώμη – Αντίθετη μειοψηφία).

 

Κείμενο απόφασης

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

(κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεώργιο Καλαμίδα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο, Παναγιώτη Πικραμμένο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιωάννη Καραβοκύρη, Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (κωλυομένου του Προέδρου και του αρχαιοτέρου του Αντιπροέδρου), Χρίστο Ράμμο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Ιωάννη Μαντζουράνη-Εισηγητή, Συμβούλους της Επικρατείας, Χρήστο Αλεξόπουλο, αναπληρωματικό μέλος, (ελλείποντος τακτικού), Βασίλειο Λυκούδη, αναπληρωματικό μέλος, (ελλείποντος τακτικού), Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες, Βασίλειο Γρατσία, Σύμβουλο της Επικρατείας, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αρεοπαγίτη, Νικόλαο Νίκα, Κωνσταντίνο Φινοκαλιώτη, Καθηγητές Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως μέλη και τη Γραμματέα Μηλιά Αθανασοπούλου, Προϊσταμένη Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 18η Νοεμβρίου 2009, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τους: 1)Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και 2) Προϊστάμενο της Β’ Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Κέρκυρας, το οποίο παρέστη με την Στυλιανή Χαριτάκη, Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, κατοίκου Κέρκυρας ο οποίος δεν παρέστη.

Η παραπάνω υπόθεση εισήχθη στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ύστερα από την υπ’ αριθμ. 1/2009 παραπεμπτική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (αριθμ. καταθέσεως 65/4-3-2009).

Η εκδίκαση της υποθέσεως άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Ιωάννη Μαντζουράνη, Συμβούλου της Επικρατείας.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την Νομική Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις της.

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά νόμο.

 

1. Επειδή, με την 1/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε προς άρσιν στο Ανώτατο Ειδικό, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε’ του Συντάγματος και 6 περ. ε’ και 48 παρ. 2 του Κώδικα Α.Ε.Δ. (ν. 345/1976, Α’ 141) η αμφισβήτηση που ανέκυψε ως προς την συνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 1867/1989 που αφορούν στην προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, λόγω αντίθεσης της ως άνω αποφάσεως της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκαν οι διατάξεις αυτές σύμφωνες προς το Σύνταγμα, προς τις 250 και 251/2008 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες οι ίδιες διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

2. Επειδή, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 10 παρ. 2, 49 παρ. 2 και 50 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Α.Ε.Δ. και, συνεπώς, η κρινόμενη υπόθεση παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

3. Επειδή, ο Ν. 1867/1989 «προσωπική κράτηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και άλλες διατάξεις» (φ. 227), όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε τα ακόλουθα: «Αρθρο 1. Η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των δημόσιων εσόδων που αποφασίζεται με διοικητική πράξη, καταργείται. 2. Από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτού του νόμου η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των δημόσιων εσόδων, διατάσσεται από το δικαστήριο σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. Αρθρον 2. 1. Προσωπική κράτηση διατάσσεται εφ’ όσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) Πρόκειται για έσοδο που εισπράττεται κατ’ εφαρμογή του ν.δ. 356/1974 «περί κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων». β) πρόκειται για χρέη που απορρέουν είτε από επιχορήσεις κατά την εφαρμογή των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων αναπτυξιακών νόμων είτε από σύμβαση δανείου είτε από την επιβολή προστίμου ή χρηματικής ποινής για πράξεις ή παραλείψεις που είναι κολάσιμες και ποινικώς, ή, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για χρέη, η μη καταβολή των οποίων εκ μέρους του οφειλέτη συνιστά ποινικώς κολάσιμη πράξη κατά τις κείμενες διατάξεις … 2. Η προσωπική κράτηση διατάσσεται πάντοτε αυτοτελώς, κατά τις διατάξεις του επόμενου άρθρου, από το δικαστήριο ύστερα από αίτηση: α) Του αρμόδιου για την είσπραξη του σχετικού εσόδου προϊσταμένου δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή προϊσταμένου του τελωνείου, όταν πρόκειται για χρέη προς το Δημόσιο. β) του κατά τις κείμενες διατάξεις οργάνου διοίκηση του νομικού προσώπου, όταν πρόκειται για απαιτήσεις νομικών προσώπων, οι οποίες εισπράττονται σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 «περί κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων». 3. Η κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου αίτηση πρέπει, με την ποινή του απαραδέκτου, να υποβληθεί ένα τουλάχιστον μήνα μετά την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης προς τον οφειλέτη και να συνοδεύεται από αντίγραφο της ατομικής ειδοποίησης, στην οποία περιέχονται οπωσδήποτε τα στοιχεία του οφειλέτη και του χρέους του. Αρθρο 3. 1α. Την προσωπική κράτηση, της οποίας η διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος, διατάσσει με απόφασή του το αρμόδιο σύμφωνα με την περίπτωση β’ δικαστήριο. Αλλη αίτηση προσωπικής  κράτησης για το ίδιο χρέος δεν μπορεί να υποβληθεί. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνον εφόσον συντρέχουν εκ νέου οι σχετικές προϋποθέσεις και μόνο μετά την παρέλευση έξη μηνών από την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου και την απόλυση του κρατουμένου. β. Η  αίτηση για προσωπική κράτηση δικάζεται, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση δημόσιου χαρακτήρα, από τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο ή, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση ιδιωτικού χαρακτήρα, από το μονομελές πολιτικό πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα της η αρχή η οποία, είναι κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου, αρμόδια για να την υποβάλει. 2. Το διοικητικό δικαστήριο δικάζει κατά την διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 73 του Κ.Ε.Δ.Ε. και το πολιτικό δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία. 3. Στις περιπτώσεις όπου οι κείμενες διατάξεις τάσσουν προθεσμία, μέσα στην οποία είναι δυνατή η δικαστική αμφισβήτηση του νόμιμου τίτλου, η απόφαση για προσωπική κράτηση δεν μπορεί να εκτελεσθεί πριν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή ή πριν εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, εκτός αν η δικαστική απόφαση που εκδίδεται σε πρώτο βαθμό είναι, κατά νόμο, εκτελεστή. 4. Αν εκκρεμεί σε άλλο δικαστήριο δίκη ως προς το κύρος του νόμιμου τίτλου, αντίγραφο της αίτησης για προσωπική κράτηση είναι δυνατόν να διαβιβασθεί, με την επιμέλεια οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, στο δικαστήριο αυτό. Η διαβίβαση αυτή ισοδυναμεί με αίτηση προτίμησης, η οποία γίνεται υποχρεωτικώς δεκτή. 5. Το αρμόδιο κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 δικαστήριο αποφασίζει την προσωπική κράτηση αν κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι, ιδίως εν όψει του ύψους του χρέους αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους, καθώς και ότι η λήψη του μέτρου αυτού είναι το μόνο μέσο, κατ’ αποκλεισμό κάθε άλλου προβλεπομένου από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικού μέτρου είσπραξης δημόσιων εσόδων, ικανοποίησης της σχετικής απαίτησης. Το δικαστήριο κρίνει με βάση οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα επιτρέπει ο νόμος και αν ακόμα δεν τα επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. Αρθρο 4. 1. Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται: α) κατά των ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα ή υπό επιτροπεία και κατά των απαγορευμένων με δικαστική απόφαση, β) κατά βουλευτών, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη της, γ) κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, δ) κατά κληρικών κάθε βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας, ε) κατά των στρατευμένων, κατά τη διάρκεια της στράτευσής τους, 30 ημέρες πριν από αυτήν και έξι μήνες μετά από αυτή, στ) κατά των προσώπων που τελούν σε πτώχευση και για όσο χρόνο διαρκούν οι εργασίες της πτώχευσης, ζ) κατά των εξ απογραφής κληρονόμων για χρέη της κληρονομιάς, η) κατά των πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των παιδιών τους, θ) κατά των κάθε είδους εκπροσώπων ανώνυμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, για χρέη των εταιρειών αυτών, ι) κατά των προσώπων που έχουν συμβληθεί ως εγγυητές ανεξάρτητα από το αν έχουν διατηρήσει το ευεργέτημα δίζησης ή όχι. 2. Αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εκτός εκείνων που αναφέρονται στις διατάξεις της περίπτ. η’ της προηγούμενης παραγράφου, η προσωπική κράτηση για τα χρέη τους διατάσσεται κατά των εκπροσώπων τους. 3. Αν πρόκειται για πρόσωπα που τελούν υπό επιμέλεια, η προσωπική κράτηση για χρέη τους διατάσσεται κατά των νόμιμων αντιπροσώπων τους. Αρθρο 5. 1. Η διάταξη για προσωπική κράτηση εκτελείται μόνο αφότου η δικαστική απόφαση που τη διατάσσει γίνει τελεσίδικη και αφού προηγουμένως επιδοθεί σ’ αυτόν που καταδικάστηκε. Όταν πρόκειται για εκπρόσωπο νομικού προσώπου, η προσωπική κράτηση δεν εκτελείται πριν περάσουν τρεις ημέρες αφότου η απόφαση του επιδόθηκε. 2. Όποιος καταδικάστηκε σε προσωπική κράτηση συλλαμβάνεται από το δικαστικό επιμελητή, πάντοτε μπροστά σε μάρτυρα που προσλαμβάνεται για το σκοπό αυτόν, και συντάσσεται σχετική έκθεση. Η σύλληψη απαγορεύεται: α) μεταξύ της 7ης εσπερινής και της 7ης πρωινής ώρας, β) κατά τις εθνικές επετείους, κατά το από 23 Δεκεμβρίου έως και 2 Ιανουαρίου χρονικό διάστημα, κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας επί βουλευτικών, δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, οκτώ ημέρες πριν από την έναρξη αυτών και πέντε ημέρες μετά τη λήξη τους και κατά τη διάρκεια των εβδομάδων των Παθών και του Πάσχα, γ) στον τόπο όπου συνεδριάζει δικαστήριο και όσο διαρκεί η συνεδρίαση, δ) σε καθιερωμένο τόπο ιερουργίας γνωστής θρησκείας και όσο διαρκεί η ιερουργία, ε) από 1 έως 31 Αυγούστου». Στα επόμενα άρθρα ρυθμίζονται θέματα όπως η διαδικασία αντιρρήσεων (άρθρο 6), η απόλυση κρατουμένων (άρθρο 7), η κράτηση σε άλλο χώρο (άρθρο 8) και τα ένδικα βοηθήματα (άρθρο 9), ενώ στις τελικές και μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 10) ορίζονται τα εξής: «1. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη, που είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου, καταργείται. 2. Όσοι κατά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτού του νόμου κρατούνται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 63 επ. του ν.δ. 356/1974 «περί κώδικος εισπράξεως δημοσίων εσόδων» απολύονται αυθημερόν με επιμέλεια του διευθυντή της φυλακής. Όσοι παραβαίνουν τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, εκτός από την προσωπική αστική και πειθαρχική ευθύνη, υπέχουν και ποινική ευθύνη, κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. 3. Μετά την απόλυση των κρατουμένων κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατή η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου εκ νέου κίνηση της διαδικασίας προσωπικής κράτησης για το χρέος ή τα χρέη, για τα οποία είχε ήδη διαταχθεί η προσωπική τους κράτηση. Στην περίπτωση αυτή συνυπολογίζεται, κατά την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί, ο προηγούμενος χρόνος κράτησης». Στη συνέχεια, με το άρθρο 46 του ν. 2065/1992 (φ. 113), όπως το άρθρο αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 33 του ν. 2214/1994 – φ. 75 – (το οποίο καταλαμβάνει, κατ’ άρθρο 66 του νόμου αυτού, και την κρινόμενη υπόθεση), ορίσθηκαν τα εξής : «1. Για τα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο χρέη, που βεβαιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α’) καθώς και για τα ληξιπρόθεσμα προς το Ι.Κ.Α.  χρέη, εκτός των φόρων μεταβίβασης ακινήτων, δωρεών, γονικών παροχών και κληρονομιών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1867/1989 (ΦΕΚ 227 Α’) με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις: α) Η αίτηση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για τα παραπάνω χρέη εκδικάζεται από τον πρόεδρο του οικείου διοικητικού πρωτοδικείου, σύμφωνα με τη διαδικασία «περί ασφαλιστικών μέτρων» (άρθρα 868 και επόμενα του Κ.Πολ.Δ.). Η προθεσμία προς άσκηση έφεσης, καθώς και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. β) Εντός δέκα πέντε (15) ημερών από την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο οικείο βιβλίο της γραμματεία του Δικαστηρίου, η απόφαση διαβιβάζεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας ή διαμονής του οφειλέτη προς εκτέλεση. γ) Τα άρθρα 2 παράγραφοι 1 και 3, 3 παράγραφοι 3, 4 και 5, 4 παράγραφος 1 περιπτώσεις γ, θ και ι, 5 παράγραφοι 1 και 2 εδάφιο πρώτο, 7 παράγραφος 1 περίπτωση γ, 9 και 12 του ν. 1867/1989 δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω. δ) Η προσωπική κράτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου διατάσσεται για συνολικές οφειλές πάνω από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές. 2. Η διαδικασία για την επιβολή του μέτρου της προσωπικής κράτησης αναστέλλεται η διακόπτεται στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει και προβάλλει ανταπαίτηση ίση ή ανώτερη του οφειλόμενου ποσού κατά του Δημοσίου, από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία, έστω και αν αυτή δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και εφόσον αποδείξει με έγγραφα στοιχεία το υπαρκτό της ανταπαίτησης. Στις περιπτώσεις αυτές η υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια για την εκκαθάριση της ανταπαίτησης του οφειλέτη, υποχρεούται, ύστερα από σχετικό έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., να ενεργήσει εντός δύο (2) μηνών για την εκκαθάριση της ανταπαίτησης αυτής και την έκδοση του κατά περίπτωση απαιτούμενου νόμιμου τίτλου, αποστέλλουσα τα σχετικά στοιχεία στη Δ.Ο.Υ., στην οποία εκκρεμεί η οφειλή προς το Δημόσιο, για την ενέργεια συμψηφισμού. 3. Αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης επιτρέπονται μόνο για την περίπτωση εξόφλησης της οφειλής ή συμψηφισμού αυτής και εκδικάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επόμενα του Κ.Πολ.Δ. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή και επί όλων των κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου βεβαιωμένων για είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και του Ι.Κ.Α.    5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή από 1ης Οκτωβρίου 1992».

4. Επειδή, το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξη δημοσίων εσόδων θεσπίσθηκε το πρώτον με το β.δ/μα της 7 (19).2.1835 και διαμορφώθηκε με διαδοχικά νομοθετήματα (ν. ΥΛΣΤ’/1871, ν. 4845/1930 (ΝΕΔΕ), ν.δ. 356/1974 – ΚΕΔΕ -), επιβαλλόμενο υπό των αρμοδίων διοικητικών οργάνων κατά των οφειλετών αφ’ ενός μεν του Δημοσίου, αφ’ ετέρου δε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) κατά περίπτωση. Ο θεσμός αναμορφώθηκε ριζικώς με τον ανωτέρω ν. 1867/1989 ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, επέτρεψε την επιβολή του μέτρου μόνο με δικαστική απόφαση, εκδιδόμενη κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου προς είσπραξη οργάνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., ερύθμισε δε τις ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις επιβολής αυτού κατά τρόπο ευνοϊκότερο για τον οφειλέτη, εν σχέσει με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Οι προϋποθέσεις αυτές τροποποιήθηκαν κατά τα ως άνω τόσον όσον αφορά στα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο, όσο και προς το ΙΚΑ χρέη με το άρθρο 46 του ν. 2065/1992, εν συνεχεία δε με τα άρθρα 33 του ν. 2214/1994 και 22 του ν. 2523/1997 (φ. 179). Επακολούθησε η θέση εν ισχύϊ του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, φ. 97) ο οποίος στο Πρώτο Τμήμα του Δευτέρου Μέρους του και υπό το Δεύτερο Τίτλο «Επιβολή Προσωπικής Κράτησης» (άρθρα 231-243) περιέλαβε νέα ρύθμιση του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως κατά τρόπο εν πολλοίς ανάλογο με τις ρυθμίσεις του ν. 1867/1989, όπως αυτό ίσχυε προ των τροποποιήσεών του, με σημαντικές δηλαδή αποκλίσεις από τις ρυθμίσεις των νόμων 2065/92, 2214/94 και 2523/97 (βλ. και εισηγητική έκθεση του ΚΔΔ επί του άρθρου 231, η οποία αναφέρει ότι «αποδίδεται κατά βάση η έως τώρα ισχύουσα ρύθμιση»).

5. Επειδή, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως (κατάσχεση κ.λ.π.), τα οποία συνιστούν άμεση επέμβαση του Δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτη προς είσπραξη του προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας, αλλά επ’ αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτη, προκειμένου να εξαναγκασθεί αυτός στη διά παντός μέσου καταβολή του οφειλομένου χρέους. Τούτο όμως είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, ως  αντικείμενο στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε διότι πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι, κατά τα ανωτέρω άρθρα, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Και ναι μεν το Σύνταγμα ανέχεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η στέρηση αυτή είναι λογικώς αναγκαία για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου επιβάλλεται. Τέτοιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούντες την επιβολή των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι οι προβλεπόμενοι υπό του ποινικού δικαίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται άλλωστε, το ποινικό αδίκημα της παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. (άρθρ. 25 ν. 1882/1990 – φ. 43 – όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 1 ν. 2523/1997, φ. 179). Είναι, όμως, όλων διάφορο το θέμα της στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας, όχι ως ποινής για αποδοκιμαστέα κοινωνική συμπεριφορά, αλλ’ ως διοικητικού μέτρου, αποβλέποντας στην άσκηση πιέσεως προς εξόφληση χρέους με χρήματα, τα οποία δεν έχει ή δεν δύναται το Δημόσιο να αποδείξει ότι έχει ο οφειλέτης. Υπό το πρίσμα τούτο, δεν υφίσταται καν θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος, διότι αυτή προϋποθέτει ότι τόσον ο σκοπός, όσον και τα χρησιμοποιούμενα προς επίτευξη αυτού μέσα είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτά, οπότε και ερευνάται, περαιτέρω, η μεταξύ των σχέση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το μέτρο, όμως, της προσωπικής κρατήσεως για χρέη προς το Δημόσιο απαγορεύεται, ως αντικείμενο στο Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ. 1), κατά τα προεκτεθέντα και, για τον λόγον αυτόν, οι διατάξεις των άρθρων 1 επόμ. του ν. 1867/1989, όπως ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 46 του ν. 2065/1992 και 33 του ν. 2214/1994, είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα. Κατά την ειδικότερη γνώμη του μέλους Γ. Παπαγεωργίου, το μέτρο της προσωπικής κρατήσεως ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο, όπως προβλέπεται από το ν. 1867/1989, όπως τροποποιήθηκε, ούτε αντίκειται καθ’ εαυτό στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος, εφ’ όσον, αφ’ ενός μεν επιβάλλεται με δικαστική απόφαση κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των υπό του νόμου προβλεπομένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, αφ’ ετέρου δε αποσκοπεί στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος. Πλην η επιβολή του μέτρου αυτού από τον νομοθέτη παραβιάζει την υπό του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητος, διότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, αποτελούσα το έσχατο μέτρο καταναγκασμού του προσώπου, προδήλως υπερακοντίζει, εν όψει της ρυθμίσεως του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (η οποία καθιερώνει την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής βεβαιωμένων των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο ως ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση), τον επιδιωκόμενο σκοπό της αποτελεσματικής συμμορφώσεως του οφειλέτη προς τις έναντι του Δημοσίου οικονομικές του υποχρεώσεις. Υφίσταται δε ζήτημα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος στην παρούσα υπόθεση, κατά την οποία ελέγχεται η συνταγματικότητα του μέτρου της προσωπικής κράτησης ως μέσου για την επιδίωξη του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, ακριβώς διότι η κρίση περί της συνταγματικότητας του μέσου αυτού, το οποίο, κατά τα προεκτεθέντα δεν αντίκεινται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, συναρτάται απαραιτήτως με το ζήτημα αν το μέσο αυτό είναι πρόσφορο και απολύτως αναγκαίο για την επιδίωξη του θεμιτού ως άνω σκοπού. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και τα μέλη Χ. Αλεξόπουλος, Β. Λυκούδης, Α. Τσόλιας και Σπ. Μητσιάλης, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Οι ως άνω διατάξεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, εφ’ όσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη για χρέη προς το Δημόσιο προβλέπεται με νόμο, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. γ’ του Συντάγματος) αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, στο άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος, ορίζονται τα εξής: « Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανείς δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνον όταν και όπως ορίζει ο νόμος». Και ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στο εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσωπική κράτηση κατά τις διατάξεις του ν. 1867/1989 διατάσσεται από το δικαστήριο για χρέη προς το Δημόσιο, εφόσον το συνολικώς οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει το ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών ή το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές προκειμένου για παρακρατούμενος, επιρριπτόμενους φόρους και για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες ή τα τελωνεία (άρθρο 22 παρ. 5-7 του ν. 2523/1997, με τις οποίες αντικαταστάθηκε η περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του ν. 2065/1992), και δεν απαγγέλλεται, μεταξύ άλλων κατηγοριών προσώπων, κατά ανηλίκων, κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, κατά κληρικών παντός βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας, κατά στρατευμένων, κατά τη διάρκεια της στράτευσής τους, τριάντα ημέρες πριν από αυτήν και έξι μήνες μετά από αυτήν, κατά των προσώπων που τελούν σε πτώχευση, κατά των πολυτέκνων που έχουν την επιμέλεια ή την υποχρέωση διατροφής των τέκνων τους, και κατά προσώπων που έχουν συμβληθεί ως εγγυητές ανεξάρτητα από το αν έχουν διατηρήσει το ευεργέτημα της διζήσεως ή όχι (άρθρο 4 παρ. 1 α’, γ’, δ’, ε’, στ’, η’ και ι’ του ν. 1867/1989). Η προσωπική κράτηση, η διάρκεια της οποίας πάντως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος και διατάσσεται μόνο μια φορά για συγκεκριμένο χρέος (άρθρο 3 παρ. 1α  ν. 1867/1989), διακόπτεται ύστερα από αίτηση του κρατουμένου και ο κρατούμενος απολύεται, αν καταβληθεί ή συμψηφιστεί το χρέος, για το οποίο επιβλήθηκε μαζί με τους τόκους, αναστέλλεται δε για χρονικό διάστημα έως τρεις μήνες αν αποσβεσθεί, κατά τ’ ανωτέρω, τμήμα του χρέους (άρθρο 7 παρ. 1 και 3 ν. 1867/1989). Επίσης, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την απόλυση του κρατουμένου οφειλέτη, αν είναι ασθενής και υπάρχει κίνδυνος, από την παράταση της κράτησης, για την υγεία του, καθώς και τη μετάβασή του στο εξωτερικό για λόγους υγείας (άρθρο 8 ν. 1867/1989). Περαιτέρω, το στερητικό της προσωπικής ελευθερίας μέτρο, δικαιολογείται από την επιτακτική ανάγκη ικανοποίησης του ιδιαιτέρως σοβαρού δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος της είσπραξης των δημοσίων εσόδων. Η είσπραξη των δημοσίων εσόδων, που αποτελεί μείζον και κρίσιμο ζήτημα για τη Χώρα, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, την ικανοποίηση των αναγκών του Κράτους και της κοινωνίας. Χωρίς την αποτελεσματική είσπραξη των δημοσίων εσόδων, το Κράτος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο σύγχρονο κοινωνικό του ρόλο με την πραγματοποίηση των αναγκαίων παροχών σε τομείς, όπως η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η απασχόληση, αλλά ούτε και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς άλλα Κράτη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το μέτρο της προσωπικής κράτησης δεν παραβιάζει και την αρχή της αναλογικότητας, αφού, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 1867/1989 και ειδικότερα από την παρ. 5 του άρθρου 3, επιβάλλεται να διασφαλίζεται από το δικαστήριο η τήρηση του προσήκοντος σε κάθε περίπτωση μέτρου, σε σχέση με το σκοπό για τον οποίο το μέτρο αυτό λαμβάνεται, και να σταθμίζονται οι συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως ώστε να αποφασίζεται η προσωπική κράτηση όταν η λήψη του μέτρου αυτού είναι το μόνο μέσο, κατ’ αποκλεισμό κάθε άλλου προβλεπομένου από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικού μέτρου ικανοποίησης της σχετικής απαίτησης. Αν το μέτρο είναι μεν πρόσφορο, αλλά δεν είναι αναγκαίο, διότι λ.χ. επαρκούν στη συγκεκριμένη περίπτωση ηπιότερα μέτρα, τότε δεν επιτρέπεται να ληφθεί. Αν πάλι ο οφειλέτης τελεί αποδεδειγμένα σε οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης της οφειλής του, το μέτρο της προσωπικής κράτησης δεν επιβάλλεται, αφού θα ήταν απρόσφορο. Επίσης, οι διατάξεις του Ν. 1867/1989 δεν είναι αντίθετες προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ενόψει του ότι το μέτρο της προσωπικής κράτησης επιβάλλεται με δικαστική απόφαση,  κατόπιν διαπιστώσεως της συνδρομής των υπό του νόμου τασσομένων ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων από το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο ο οφειλέτης μπορεί να αναπτύξει τις απόψεις του και να προβάλει κάθε δικαίωμά του. Εξάλλου, η προσωπική κράτηση για την εκπλήρωση απλής συμβατικής υποχρέωσης, και χωρίς τις προϋποθέσεις που τάσσονται από το ν. 1867/1989, προβλέπεται τόσο από το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που έχει συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, όσο και από το άρθρο 1 του 4ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με τα οποία ορίζεται, ως εξαίρεση από τον κανόνα του επιτρεπτού της προσωπικής κρατήσεως, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρεώση (Ολ. Α.Π. 23/2005). Σημειώνεται, ότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, ως μέτρο για την είσπραξη απαιτήσεων, προβλέπεται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ. Συγκεκριμένα, το προαναφερόμενο μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελευθερία και την ασφάλεια και ορίζει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασία: α) … β) εάν υπεβλήθη εις κανονικήν σύλληψιν και κράτησιν … εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως ωρισμένης υπό του νόμου». Τέλος, δεν μπορεί, να γίνει λόγος για αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων του ν. 1867/1989, που προβλέπουν την προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο, ως εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης, αποβλέποντας στην πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της είσπραξης των δημοσίων εσόδων, χαρακτήρισε, με το άρθρο 25 του μεταγενέστερου μάλιστα ν. 1882/1990, τη μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης. Πράγματι, δεν ανακύπτει ζήτημα παραβίασης της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας ή του κατοχυρούμενου από το άρθρο 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δικαιώματος κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, από μόνη την παράλληλη ισχύ των ανωτέρω ρυθμίσεων, αφού, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η προσωπική κράτηση που ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 1867/1989 δεν συνιστά ποινή, αλλά μέσο εκτελέσεως, οι προϋποθέσεις επιβολής της προσωπικής κρατήσεως, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως αυτές παρατίθενται ανωτέρω, διαφέρουν από εκείνες της επιβολής της ποινής της φυλάκισης σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 1882/1990. Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις στην περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο πρόσωπο, για το ίδιο χρέος, απαγγελθεί προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως και ποινή φυλακίσεως και όχι με τη γενική πρόβλεψη της προσωπικής κρατήσεως ως μέσου εκτελέσεως για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο. Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι διατάξεις του ν. 1867/1989, που ρυθμίζουν την προσωπική κράτηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, δεν αντίκεινται στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις.

6. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε επί του παραπεμφθέντος με την 1/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου ζήτημα υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε με τις 250 και 251/2008 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.

7. Επειδή, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο διεξαχθείσας διαδικασίας, ούτε επιβολής δικαστικής δαπάνης.

Δια ταύτα

Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 1/2009 του Αρείου Πάγου και 250 και 251/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας περί την ουσιαστική συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 1 και επόμενα του ν. 1867/1989, όπως τροποποιήθηκαν με τους ν. 2065/1992 και 2214/1994, που αφορούν στην προσωπική κράτηση για χρέη προς το Δημόσιο.

Αποφαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2009.

Και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 2010.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *