49/2007 Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (πρόστιμο σε τράπεζα)

Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 13:05

Η συνεδρίαση έγινε στα γραφεία της Αρχής, την Πέμπτη 8/3/2007 ώρα 10:00, μετά από πρόσκληση του Προέδρου. Παρέστησαν οι Δ. Γουργουράκης Πρόεδρος, Λ. Κοτσαλής, Φ. Δωρής, Σ. Σαρηβαλάσης, Ν. Φραγκάκης και Α. Παπανεοφύτου τακτικά μέλη και το αναπληρωματικό μέλος Γ. Πάντζιου, σε αντικατάσταση του τακτικού Α. Πομπόρτση, ο οποίος αν και κλήθηκε νομίμως, δεν παρέστη, λόγω κωλύματος. Η Αρχή, ενόψει του ότι υπήρχε απαρτία, συνήλθε προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας.   

Καθήκοντα γραμματέα εκτέλεσε η Γ. Παλαιολόγου, μετά από εντολή του Προέδρου. Παρούσα χωρίς δικαίωμα ψήφου ήταν η Κ. Λωσταράκου, νομική ελέγκτρια, ως εισηγήτρια.

Η υπόθεση συζητήθηκε αρχικά στις 8.2.2007 όπου είχαν κληθεί νομίμως και παρέστησαν οι Ν. Μάρκου, πληρεξούσιος δικηγόρος της Γενικής Τράπεζας και ο Α. Κωνσταντέλιας, πληρεξούσιος δικηγόρος της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ.

Με προσφυγή τους προς την Αρχή (αρ. πρωτ. …), οι X και Y παραπονούνται για παράνομη καταχώριση και διαβίβαση  από την Γενική Τράπεζα  και την εταιρεία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ καταγγελίας σύμβασης προσωπικού δανείου χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή τους.  Ειδικότερα, οι ανωτέρω είχαν υπογράψει, ως πρωτοφειλέτης ο πρώτος και ως εγγυητής ο δεύτερος, σύμβαση προσωπικού δανείου με την Γενική Τράπεζα. Λόγω οικονομικών δυσχερειών ο πρωτοφειλέτης αποπλήρωνε μερικώς τις μηνιαίες οφειλές του με αποτέλεσμα να  δημιουργηθεί οφειλόμενο στην τράπεζα ποσό σε υπερημερία για το οποίο ενημέρωνε εγγράφως η τράπεζα και τους δύο ανωτέρω προσφεύγοντες (η τελευταία ενημέρωση έγινε στις 8.12.2005). Στις 15.2.2006, ο εγγυητής προσερχόμενος σε άλλη τράπεζα προκειμένου να συνάψει δανειακή σύμβαση, ενημερώθηκε ότι στο αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ευρίσκονταν προσωπικά του δεδομένα  που αφορούσαν καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης, λόγω κήρυξης σε οριστική καθυστέρηση όλου του οφειλόμενου ποσού. Την επόμενη ημέρα ο πρωτοφειλέτης προέβη στην εξόφληση του συνόλου της ανωτέρω ποσού.    

Η τράπεζα, με απαντητικό έγγραφό της προς την Αρχή για την υπόθεση, αλλά και κατά την ακρόαση, ισχυρίστηκε ότι οι δύο προσφεύγοντες από το τέλη του 2003 δεν εξοφλούσαν ολοσχερώς τις δόσεις του δανείου  με αποτέλεσμα να υπάρξει ληξιπρόθεσμη οφειλή η οποία τους είχε γνωστοποιηθεί επανειλημμένως τόσο γραπτώς, όσο και προφορικώς. Μετά δε την τελευταία έγγραφη ενημέρωσή τους στις 8.12.2005 ότι έχει δημιουργηθεί μεγάλο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, η τράπεζα προέβη στις 12.12.2005 σε λογιστική μεταφορά της σύμβασης στο λογαριασμό 24, λογαριασμό στον οποίο οδηγούνται οι οριστικές καθυστερήσεις.   Όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της τράπεζας, στη σύμβαση που υπέγραψαν οι ανωτέρω με την τράπεζα υπάρχει όρος (αρ.6) που προβλέπει ότι “σε περίπτωση κατά την οποία το δάνειο δεν εξοφληθεί κατά το χρόνο που συμφωνήθηκε ή σε περίπτωση καθυστέρησης ακόμη και μιας δόσης ή μέρους αυτής, ο οφειλέτης γίνεται από τότε υπερήμερος χωρίς άλλη όχληση και θα οφείλει τόκο υπερημερίας μέχρι την εξόφληση ολόκληρου του ποσού το οποίο καθίσταται πλέον ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και η τράπεζα δύναται να επιδιώξει την είσπραξη όλου του ποσού.. “ Σύμφωνα δε με το όρο 9α της σύμβασης, “η τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει την σύμβαση αυτή και να κηρύξει αμέσως το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την εξόφλησή του ανεξόφλητου ποσού,  ιδίως σε παράβαση του όρου 6. Η καταγγελία της παρούσας από την τράπεζα γίνεται με μονομερή δήλωση της τράπεζας.”

Κατά την τράπεζα, η καταγγελία συντελείται με την παραβίαση και μόνο του όρου αυτού χωρίς να απαιτείται και επίδοση της καταγγελίας. Από τη στιγμή που ο λογαριασμός κατέστη ληξιπρόθεσμος, πέρασε στην οριστική καθυστέρηση και αυτόματα το σύστημα της τράπεζας τον πέρασε στο λογαριασμό 24 και ενημέρωσε το αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ. Η τράπεζα συνηθίζει, όπως αναφέρει στο έγγραφό της, για λόγους επιείκειας καθόσον δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση, να προβαίνει σε επίδοση και γραπτής ενημέρωσης περί καταγγελίας της σύμβασης μέσα στις επόμενες ημέρες, γεγονός που δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση, λόγω καθυστέρησης επεξεργασίας του φακέλου που οφειλόταν στη μετάπτωση κατά το χρόνο εκείνο της τράπεζας σε κεντροποιημένο σύστημα είσπραξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών της. Ήδη δε στις νέες συμβάσεις της τράπεζας έχουν αντικατασταθεί οι σχετικοί όροι ώστε να είναι απολύτως συμβατοί με το ν.2472/97.

Όπως ανέφερε κατά την ακρόαση ο εκπρόσωπος της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, στις 23.12.2005 γνωστοποιήθηκε ηλεκτρονικά από την τράπεζα η καταγγελία του ως άνω προσωπικού δανείου στο Σύστημα Οικονομικής Συμπεριφοράς που τηρεί η εταιρεία (ημερομηνία, αριθμός δανείου, ποσό, τράπεζα, πρωτοφειλέτης, εγγυητής) και τα σχετικά δεδομένα καταχωρήθηκαν από την εταιρεία με ημερομηνία καταγγελίας την 12.12.2005. Στις 21.2.2006 ενημερώθηκε το αρχείο για τη εξόφληση και διαγράφηκε το στοιχείο αυτό από το όνομα του εγγυητή. Κατά την εταιρεία, δεν υπήρχε κάποιο στοιχείο βάσει του οποίου θα ήταν σε θέση η εταιρεία  να αμφισβητήσει ότι πράγματι δεν υπήρξε καταγγελία από την τράπεζα, γεγονός που της έγινε γνωστό μόλις κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Αρχής.  Παραδέχθηκε ωστόσο ότι υπάρχει κάποιο θέμα με το έντυπο της καταγγελίας, όπου υπάρχει ασάφεια για το αν η ημερομηνία που αναγγέλλεται από την τράπεζα αναφέρεται στην ημερομηνία επίδοσης της καταγγελίας.

Η Αρχή

Μετά από εξέταση των προσφυγών, των συνημμένων σε αυτές εγγράφων, των υπομνημάτων που κατέθεσαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της τράπεζας και της εταιρείας και της ακρόασης της υπόθεσης 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η διάταξη του άρ. 4 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, ορίζει ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας.”

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 γ, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση. Εξάλλου και στην υπ΄αριθμ.24/2004 απόφαση της Αρχής σχετικά με τις προϋποθέσεις τήρησης αρχείου από την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. ορίζεται ότι τα δυσμενή για το υποκείμενο προσωπικά δεδομένα που διαβιβάζονται κάθε φορά στον αποδέκτη πρέπει να είναι ακριβή και ενημερωμένα μέχρι το χρόνο της διαβίβασης.  Η ακρίβεια και ενημέρωση των στοιχείων αποτελεί βάρος του υπεύθυνου της επεξεργασίας και σε καμιά περίπτωση του υποκειμένου.                                                              

Από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.2472/97, συνάγεται σαφώς ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενός αρχείου έχει την ευθύνη για την ακρίβεια των στοιχείων που τηρεί στο αρχείο του, η δε επεξεργασία από τις τράπεζες ως πηγές των δεδομένων, δεν απαλλάσσει την ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ από το καθήκον της να ελέγχει και να εξασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις του νόμου για την νόμιμη επεξεργασία των δεδομένων εφαρμόζονται.

Εξάλλου και  η διαβάθμιση του χρόνου τήρησης των δεδομένων στο αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, η οποία θεσπίστηκε με την απόφαση αρ.25/2004 της Αρχής ώστε να γίνεται αξιολόγηση των δεδομένων ανάλογα με τη βαρύτητά τους σύμφωνα με τις αρχές της προσφορότητας και αναλογικότητας, δεν μπορεί να λειτουργήσει, χωρίς τη ύπαρξη ορθών και επίκαιρων πληροφοριών σχετικά με την οικονομική φερεγγυότητα των προσώπων που καταχωρίζονται στο αρχείο, τα οποία έχουν λάβει γνώση (βλ. και απόφαση με αρ. 545/1999 της Αρχής για την καταχώριση στο σχετικό αρχείο μόνο των διαταγών πληρωμής που έχουν κοινοποιηθεί στον καθ΄ου). 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εξόφληση του δανείου θα γινόταν με 48 δόσεις, υπήρχε δηλαδή μια διαρκής πιστωτική σχέση στην οποία η καθυστέρηση ακόμη και μιας δόσης παρείχε στην τράπεζα το δικαίωμα να καταγγείλει πρόωρα και  να καταστήσει όλες τις δόσεις, ακόμη και αυτές που δεν ήταν ληξιπρόθεσμες, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές. Αυτή η διάπλαση δεν θα μπορούσε να γίνει  και να παράγει τα αποτελέσματά της χωρίς να απευθυνθεί μια δήλωση προς τον οφειλέτη ώστε να αντιληφθεί αυτός τις συνέπειες ώστε να είναι σε θέση να αμυνθεί,  πιθανώς να εξοφλήσει, όπως πράγματι έγινε, μετά από σχετική πληροφόρηση από άλλη όμως τράπεζα στην οποία είχαν ήδη διαβιβαστεί τα σχετικά μη ορθά δεδομένα.   Η έντονη όχληση της τράπεζας προφανώς δεν αρκεί για να επιφέρει ανατροπή του δανείου, για την οποία απαιτείται διαπλαστική δήλωση βούλησης που δεν έγινε ποτέ.  

Η ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, περαιτέρω, καταχώρισε στο αρχείο της τα ανωτέρω στοιχεία και τα ανακοίνωνε σε τρίτους αποδέκτες, χωρίς να έχει ελέγξει την ακρίβεια τους αφού, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθεί, δεν λαμβάνει κατά την αναγγελία από την τράπεζα αντίγραφο του εγγράφου της καταγγελίας ή βεβαίωση περί επίδοσης αυτής. Αυτή η παράλειψη στον τρόπο λειτουργίας του αρχείου που συνιστά και έλλειψη των μέτρων επιμέλειας τα οποία όφειλε να τηρήσει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ώστε να υπάρχει η βεβαίωση αυτή και να αποφευχθεί έτσι το λάθος, οδήγησε  στη λανθασμένη καταχώρηση και διαβίβαση. Η διαβίβαση αυτή επέφερε προσβολή της πιστοληπτικής ικανότητας των προσφευγόντων, αφού αυτοί εμφανίστηκαν στις τράπεζες με τις οποίες συναλλάσσονταν, ως άτομα αναξιόπιστα στις οικονομικές τους συναλλαγές. 

Επειδή, και οι δύο υπεύθυνοι επεξεργασίας  καταχώρισαν και διαβίβασαν μη ορθά στοιχεία που αφορούσαν τους προσφευγόντες, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 4 παρ.1 γ. του ν.2472/97

Ενόψει της βαρύτητας των πράξεων που αποδείχθηκαν και της προσβολής της πιστοληπτικής ικανότητας των προσφευγόντων που επήλθε από αυτές, κυρίως από το γεγονός της καταχώρισης και διαβίβασης των επίδικων στοιχείων από το αρχείο της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ αλλά και λαμβανομένου υπόψη προηγουμένων παραβάσεων άλλων διατάξεων του ν.2472/97 από την τράπεζα, η Αρχή κρίνει ότι πρέπει να επιβληθούν στους υπευθύνους της επεξεργασίας οι προβλεπόμενες στο άρθρο 21 παρ.1 εδαφ.β  του ν.2472/97 κυρώσεις που αναφέρονται στο διατακτικό και οι οποίες κρίνονται ανάλογες με τη βαρύτητα των παραβάσεων.

 

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

1. Επιβάλλει στην Γενική Τράπεζα Α.Ε. χρηματικό πρόστιμο  πενήντα χιλιάδων (50,000.00) ευρώ για την παράβαση του άρθρου 4 παρ.1 γ του ν.2472/97.

2. Επιβάλλει κατά πλειοψηφία στην εταιρία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. χρηματικό πρόστιμο πενήντα χιλιάδων (50,000.00) ευρώ για την παράβαση του άρθρου 4 παρ.1 γ του ν.2472/97.

3. Διατάσσει τη διαγραφή των στοιχείων της καταγγελίας  που αφορούν τους δύο προσφεύγοντες από τα αρχεία της τράπεζας και της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ.

 

               Ο  Πρόεδρος                                                        Η Γραμματέας

 

       Δημήτριος Γουργουράκης                              Γεωργία Παλαιολόγου

                                               

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *