Στα επίπεδα του ’70 γύρισε η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού

Στο επίπεδο που ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’70 έριξαν την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού η ευθεία μείωσή του κατά 22% (στα 586 ευρώ δια νόμου, από τις 14 Φεβρουαρίου του 2012, σε εφαρμογή του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής), η διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα (παρά την ύφεση και τη μείωση της κατανάλωσης) και οι αυξήσεις των φόρων.

Μετρήσεις

Η εκτίμηση αυτή προκύπτει από μετρήσεις που έκανε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στο πλαίσιο της ετήσιας παρακολούθησης της πορείας της ελληνικής οικονομίας, των αμοιβών και της απασχόλησης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ που παρουσίασαν πρόσφατα στους επικεφαλής της τρόικας ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Ι. Παναγόπουλος και ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου καθηγητής Σ. Ρομπόλης ενόψει της αλλαγής του τρόπου καθορισμού των κατώτατων αμοιβών (με ζητούμενο, από πλευράς Ε.Ε., ΕΚΤ και ΔΝΤ, την ενεργότερη συμμετοχή του κράτους στην όλη διαδικασία, όπως ορίζει και το Μνημόνιο): Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των κατώτατων αποδοχών είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη μείωση του μέσου μισθού, ο οποίος έχει γυρίσει 9 – 10 χρόνια πίσω, δηλ. στα επίπεδα που ήταν το 2003.

Στα επίπεδα του ’70 γύρισε η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού

Και αυτό γιατί οι χαμηλόμισθοι επιβαρύνονται δυσανάλογα από την έμμεση φορολογία, τις αυξήσεις των φόρων κατανάλωσης και από την συρρίκνωση των δημόσιων δαπανών που σχετίζονται με την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών ή κοινωνικών βοηθημάτων – επιδομάτων (τα οποία θα περικοπούν).

Ελαστικές μορφές

Η μείωση γίνεται ακόμη πιο «βαριά» αν συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι, λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, διευρύνονται οι ελαστικές μορφές εργασίας (μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία) υποχρεώνοντας όλο και περισσότερους εργαζόμενους να απασχολούνται ακόμη και με … μισό κατώτατο μισθό. Η μείωση των μισθών δεν συνέβαλε ούτε στη μείωση της ανεργίας ούτε στην αύξηση των θέσεων απασχόλησης καθώς η παρατεινόμενη ύφεση (η οποία προβλέπεται να «βαθύνει» το 2013 μετά τις νέες περικοπές των 11,5 δισ. ευρώ) «παράγει» περισσότερους άνεργους (το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ προβλέπει ανεργία στο 28% – 29%, έως 1.450.000 άτομα τον επόμενο χρόνο) και μειώνει την παραγωγικότητα, την κατανάλωση, τη συνολική ζήτηση, τη χρήση του παραγωγικού εξοπλισμού, τις επενδύσεις και οδηγεί, όπως υπογραμμίζει ο Σ. Ρομπόλης, σε μια «καθίζηση», όχι μόνο κοινωνική αλλά και της παραγωγικής βάσης καθιστώντας ακριβότερη την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Τα δεδομένα

Αυτά τα δεδομένα θα θέσει (για να υπερασπιστεί την αύξηση των κατώτατων ορίων) η ΓΣΕΕ στο τραπέζι του διαλόγου με τον υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Ι. Βρούτση. Ο οποίος προανήγγειλε την αλλαγή του τρόπου καθορισμού των κατώτατων ορίων των μισθών και των ημερομισθίων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας αποκλείοντας αυξήσεις τουλάχιστον «έως ότου το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες». Ο διάλογος, με βάση την τελευταία δέσμευση που ανέλαβε η κυβέρνηση απέναντι στην τρόικα, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος Οκτωβρίου.

Και σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες της «ΗτΣ», η ηγεσία του υπουργείου θα προτείνει να ισχύσει το «γαλλικό» μοντέλο που αφήνει μεν ελεύθερη τη διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, αλλά, το κράτος έχει τον τελευταίο λόγο για τη διαμόρφωση του τελικού ύψους των κατώτατων ορίων Ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο υπάρχει στα 20 από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ύψος του είτε ορίζεται από την κυβέρνηση στη βάση των προτάσεων των κοινωνικών εταίρων (Γαλλία, Ισπανία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία) είτε προκύπτει από την συλλογική διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (Βέλγιο και Ελλάδα) και εφαρμόζεται συνήθως στο σύνολο των εργαζομένων της οικονομίας και σε όλα τα επαγγέλματα.

Ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο ισχύει, επίσης, και στα 11 από τα 12 νέα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Λετονία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβενία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Ρουμανία) και σχεδόν σε όλα ορίζεται από την κυβέρνηση είτε μονομερώς είτε στη βάση προτάσεων, διαβουλεύσεων ή διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων. Στις υπόλοιπες 7 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αυστρία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Ιταλία και Κύπρο) οι κατώτατοι μισθοί ισχύουν μόνο σε κλαδικό επίπεδο.

seleo.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *