Τα καυσόξυλα της οργής

Της Ρούλας Γεωργακοπούλου

Προσπαθώ να θυμηθώ ποια ήταν εκείνη η ψωνάρα που με έπεισε να χαραμίσω δυο ολόκληρα τετραγωνικά από το σπιθαμιαίο καθιστικό μου, αλλά η μνήμη μου αρνείται να συνεργαστεί. Πότε, αλήθεια, ήταν τότε που άρχισε αυτή η μόδα να βάζουμε τζάκια, σε μια πόλη που έχει τριακόσιες σαράντα πέντε μέρες τον χρόνο φουλ ηλιοφάνεια;

Στην αρχή σκέφτηκα να το κάνω παπουτσοθήκη, χώρο για τα απορρυπαντικά, σκούπες, σφουγγαρόπανα και τη σιδερώστρα ή για τα ενοχλητικά άλμπουμ Τέχνης που δεν τα ξεφυλλίζει κανένας. Τελικά έφραξα τη μαύρη τρύπα του με ένα ωραιότατο πλέγμα, να μην τη βλέπω να χάσκει σαν το έμπα της Αχερουσίας και κοψοχολιάζομαι. Αν είχα μάλιστα την παραμικρή πιθανότητα να κηρυχτεί ΑΟΖ η παραλία του Φλοίσβου, δεν θα σκεφτόμουν καν να το ξανανάψω, ούτε για τις ανάγκες της χριστουγεννιάτικης σκηνογραφίας.

Ο εμφύλιος του πετρελαίου θέρμανσης που αυτές τις μέρες φουντώνει στις πολυκατοικίες, με υποχρέωσε να δω το τζάκι μου με άλλο μάτι και αναζητήσω καυσόξυλα από τους αγιογδύτες των υπαίθριων αγορών: μέχρι και τριακόσια ευρώ έφτανε ο τόνος, συμπεριλαμβανομένου του ντελίβερι συν ένα πρόχειρο ξεσκονισματάκι στην καπνοδόχο. Δεν καίω καλύτερα τις κουρτίνες μαζί με τα κουρτινόξυλα;

Το ξανατάπωσα κι άρχισα να κλαίω κάτω από τα παπλώματα. Εδώ που φτάσαμε, μισή ντροπή δική μου και η χασούρα δική τους ολόκληρη. Στην κατάστασή μου, διόλου δεν θα μου κακόπεφτε ένας τόνος καυσόξυλα Σόφιας που τιμάται το πολύ πενήντα ευρώπουλα, έξω τα μεταφορικά και κυρίως χωρίς την γκρίνια των ντόπιων προμηθευτών για μια κανονική αποδειξούλα. Ετσι κι αλλιώς, όχι Αγιος Βασίλης αλλά ούτε έλλην καλικάντζαρος δεν προβλέπεται να γλιστρήσει φέτος από τις καμινάδες μας.

tro-ma-ktiko.blogspot.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *