Δικονομικές προθεσμίες

Τελευταία ενημέρωση την 12 Ιούλ 2012 — 09:19

1. Διάφορα είδη προθεσμιών που ισχύουν βάσει των διαφόρων κανόνων πολιτικής δικονομίας

Προθεσμίες είναι τα χρονικά διαστήματα μέσα στα οποία πρέπει να επιχειρηθεί μια πράξη, ή το οποίο πρέπει να παρέλθει προκειμένου να λάβει χώρα συζήτηση της υποθέσεως ή να επιχειρηθεί μια πράξη. Με την θέσπιση προθεσμιών επιδιώκεται η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και η διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως. Δικονομικές προθεσμίες είναι αυτές που με την τήρηση ή παραμέλησή τους συνδέονται δικονομικές συνέπειες. Διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες:

α. προθεσμίες ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ είναι αυτές εντός των οποίων πρέπει να ενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, όπως για παράδειγμα η προθεσμία που τάσσει ο νόμος για την άσκηση της έφεσης (βλ. άρθρο 318 § 1 του ΚΠολΔ) και

β. προθεσμίες ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ είναι αυτές που η διαδικαστική πράξη πρέπει να ενεργηθεί μετά την πάροδό τους. Οι προθεσμίες αυτές είναι συνήθως προς όφελος του αμυνόμενου διάδικου, καθόσον του παρέχεται χρόνος προκειμένου να προετοιμασθεί, όπως για παράδειγμα η προθεσμία κλητεύσεως του εναγόμενου (βλ. άρθρο 228 του ΚΠολΔ). Η διάκριση αυτή έχει σημασία διότι οι μεν προθεσμίες ενέργειας μπορούν να παραταθούν με συμφωνία των διαδίκων ενώ οι προπαρασκευαστικές δεν παρατείνονται. Οι προθεσμίες ενέργειας λήγουν την επόμενη εργάσιμη ημέρα, αν η ημέρα λήξης τους συμπίπτει με εξαιρετέα κατά τον νόμο ημέρα, ενώ οι προπαρασκευαστικές λήγουν την ημέρα λήξης τους, ανεξάρτητα από το αν η ημέρα αυτή είναι αργία ή εξαιρετέα. Ενδεικτικά, σημαντικές δικονομικές προθεσμίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) είναι οι ακόλουθες:

  1. Προθεσμία κλητεύσεως διαδίκων μετά την άσκηση αγωγής (εξήντα [60] ημέρες πριν τη συζήτηση, εκτός εάν ο διάδικος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι ενενήντα [90] ημέρες πριν τη συζήτηση- βλ. άρθρο 228 ΚΠολΔ).
  2. Προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας (δεκαπέντε [15] ημέρες από την επίδοση της απόφασης, αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εξήντα [60] ημέρες από την επίδοση της απόφασης- βλ. άρθρο 503 ΚΠολΔ).
  3. Προθεσμία εφέσεως (τριάντα [30] ημέρες από την επίδοση της οριστικής απόφασης αν αυτός που ασκεί την έφεση διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν αυτός που ασκεί την έφεση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εξήντα [60] ημέρες από την επίδοση της οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η οριστική απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία [3] χρόνια από την δημοσίευση της απόφασης- βλ. άρθρο 518 ΚΠολΔ).
  4. Προθεσμία αναψηλαφήσεως (εξήντα [60] ημέρες εάν εκείνος που ασκεί την αναψηλάφηση διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν εκείνος που ασκεί την αναψηλάφηση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι εκατόν είκοσι [120] ημέρες- βλ. άρθρο 545 ΚΠολΔ).
  5. Προθεσμία αναιρέσεως (τριάντα [30] ημέρες από την επίδοση της απόφασης εάν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, εκτός εάν αυτός που ασκεί την έφεση διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οπότε η προθεσμία είναι ενενήντα [90] ημέρες από την επίδοση της απόφασης. Σε περίπτωση που δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία [3] χρόνια από την δημοσίευση της απόφασης – βλ. άρθρο 564 του ΚΠολΔ).

Δικονομικές προθεσμίες ορίζονται ειδικότερα από τον ΚΠολΔ και σε άλλες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν τις γαμικές διαφορές (διαζύγιο, ακύρωση γάμου, κλπ), έκδοση διαταγής πληρωμής και ανακοπής κατά αυτής (βλ. άρθρο 632 ΚΠολΔ), μισθωτικές διαφορές, εργατικές διαφορές, ασφαλιστικά μέτρα, αναγκαστική εκτέλεση και ανακοπής κατά αυτής.

 

2. Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, ευρατόμ) αριθ. 1182/71 της 3ης Ιουνίου 1971.

Οι αργίες στην Ελλάδα καθορίζονται από τον Ν. 1157/1981, χωρίς η απαρίθμησή τους να είναι εξαντλητική. Κριτήριο για την ύπαρξη αργίας είναι η μη διεξαγωγή συναλλαγών εν γένει, επομένως αργίες για συγκεκριμένα επαγγέλματα ή υπηρεσίες είναι αδιάφορες. Μπορεί να είναι εθνικού, θρησκευτικού ή άλλου περιεχομένου, ακόμα και τοπικού ή μη μόνιμου χαρακτήρα. Εξαιρετέες ημέρες είναι οι αργίες των δημοσίων υπηρεσιών. Ως ημέρες αργίας θεωρούνται οι: 25η Μαρτίου (εθνική εορτή), 28η Οκτωβρίου (εθνική εορτή), η πρώτη του έτους, τα Θεοφάνια (6 Ιανουαρίου), η Μεγάλη Παρασκευή, το Μεγάλο Σάββατο, η 1η Μαΐου, η 15η Αυγούστου, η πρώτη και η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, η Δευτέρα της Πεντηκοστής, η Καθαρά Δευτέρα, η Δευτέρα του Πάσχα και όλες οι Κυριακές.

 

3. Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις δικονομικές προθεσμίες;

Τα άρθρα 144- 151 του ΚΠολΔ αναφέρονται στις δικονομικές προθεσμίες. Με κριτήριο την πηγή που καθορίζει την διάρκειά τους, οι προθεσμίες διακρίνονται σε νόμιμες (αυτές που προσδιορίζονται από τον νόμο, όπως για παράδειγμα οι προθεσμίες άσκησης των ένδικων μέσων), δικαστικές (εκείνες που προσδιορίζονται από το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, όπως για παράδειγμα η προθεσμία για την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων –βλ. άρθρο 245 του ΚΠολΔ), αναβλητικές (εκείνες που επιφέρουν την αναβολή της συζήτησης ως κύρωση για την μη τήρησή τους) και ανατρεπτικές (εκείνες που επιφέρουν έκπτωση από το δικαίωμα ως κύρωση για την μη τήρησή τους). Για την έναρξη και την λήξη των προθεσμιών θα γίνει λόγος κατωτέρω.

Οι προθεσμίες διακόπτονται εάν κατά την διάρκεια μιας προθεσμίας, κάποιος διάδικος αποβιώσει. Αν η προθεσμία που διακόπηκε έχει αρχίσει από την επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία αρχίζει με την νέα επίδοση σε αυτούς που κατά τον νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν έχει αρχίσει από κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την επίδοση σχετικής δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα. Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά την διάρκεια κάποιας προθεσμίας, διακόπτει την προθεσμία και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 147 § 7 του ΚΠολΔ. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι προθεσμίες των ένδικων μέσων και των ανακοπών.

Ο νόμος επιτρέπει την παράταση προθεσμίας, όχι όμως μόνο με συμφωνία των διαδίκων, αλλά και με συναίνεση του δικαστή. Σε παράταση υπόκεινται τόσο οι νόμιμες, όσο και οι δικαστικές προθεσμίες, με τον περιορισμό όμως ότι δεν θίγονται δικαιώματα τρίτων. Ο δικαστής δεν δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αιτήσεως για παράταση της συμφωνίας και έχει την δυνατότητα να την κάνει εν μέρει δεκτή, ή να την απορρίψει, σταθμίζοντας κάθε φορά τις περιστάσεις. Πρέπει δηλαδή οι διάδικοι να επικαλούνται και να προβάλλουν λόγους που δικαιολογούν την παράταση. Τέλος, επιτρέπεται σύντμηση προθεσμίας με δικαστική απόφαση, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων. Σε σύντμηση υπόκεινται όλες οι νόμιμες προθεσμίες, με εξαίρεση αυτές των ενδίκων μέσων.

 

4. Όταν μία πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ποια είναι η χρονική αφετηρία – δηλαδή το αρχικό σημαίο από το οποίο αρχίζει η προθεσμία («terminus a quo») – αυτής της πράξης ή διατύπωσης

Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία συνέβη το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της (a momento ad momentum). Η προθεσμία λήγει στις 19:00 της ημέρας λήξης της, εκτός εάν είναι προθεσμία ενέργειας, οπότε εάν η ημέρα λήξης της συμπίπτει με εξαιρετέα, λήγει την επομένη ημέρα. Η προθεσμία λήξεως παρατείνεται και όταν η τελευταία ημέρα είναι Σάββατο. Δεν αποκλείεται και η μεθεπόμενη ημέρα της λήξεως της προθεσμίας να είναι εξαιρετέα, οπότε χωρεί παράταση ως την αμέσως επόμενη, μη εξαιρετέα ημέρα. Ο σκοπός ενάρξεως της προθεσμίας την επόμενη ημέρα έγκειται στην αποφυγή απώλειας της ημέρας, όταν το συμβάν που θέτει σε κίνηση την προθεσμία (συνήθως η επίδοση) λαμβάνει χώρα λίγο πριν τις 19:00. Αν η επόμενη ημέρα (δηλαδή η ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας) είναι αργία είναι αδιάφορο. Δεν έχει σημασία αν εντός της προθεσμίας παρεμβάλλονται ημέρες αργίας, εκτός αν ορίζεται ρητά στον νόμο το αντίθετο (βλ. άρθρο 632 του ΚΠολΔ για την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής).

4. Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);

Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλέπεται παράταση ή σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση μεταδόσεως ή αποστολής εγγράφων μέσω ταχυδρομείου, ή άλλου τύπου μεταφορικής υπηρεσίας.

 

5. Πότε υπάρχει έναρξη της προθεσμίας:

α) Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, η έναρξη γίνεται κατά την ημερομηνία της πράξης, του γεγονότος, της απόφασης ή της κοινοποίησης βάσει των οποίων αρχίζει;

[Η έναρξη της προθεσμίας εξαρτάται κατά οποιονδήποτε τρόπο από την παραλαβή ή από τη γνωστοποίηση της πράξης στον παραλήπτη; Εάν ναι, κατά ποιον τρόπο;]

Συναρίθμηση της ημέρας κατά την οποία λαμβάνει χώρα το αφετήριο γεγονός επιτρέπεται μόνο όταν προβλέπεται ρητά στον νόμο, την δικαστική απόφαση ή την σύμβαση. Τέτοια περίπτωση δεν αποτελεί η πρόβλεψη ότι ορισμένη προθεσμία αρχίζει με την επίδοση. Έτσι οι σημαντικές προθεσμίες ασκήσεως των ενδίκων μέσων της έφεσης, αναίρεσης ή της ανακοπής αρχίζουν από την επόμενη ημέρα της επιδόσεως ή της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Πάντως, όταν ορίζεται ότι η προθεσμία αρχίζει από ορισμένη ημέρα, αυτή συνυπολογίζεται. Όταν εναρκτήριο γεγονός αποτελεί η επίδοση, τυχόν γνώση του περιεχομένου του προς επίδοση εγγράφου με άλλον τρόπο είναι αδιάφορη για τον υπολογισμό της προθεσμίας (βλ. και ανωτέρω- απάντηση 4).

β) Όταν μία προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή μόνον τις εργάσιμες ημέρες;

Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας. Εργάσιμες ημέρες συνυπολογίζονται μόνο αν προβλέπεται ρητά κάτι τέτοιο (όπως στην προθεσμία για ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής). Στο παράδειγμα, κατά κανόνα, η λήξη της προθεσμίας είναι η Δευτέρα, 18 Απριλίου.

γ) Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά μήνες ή έτη;

Ομοίως, σε περίπτωση που η χρονική προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη, δεν έχει σημασία η παρεμβολή ημερών αργίας.

δ) Πότε λήγουν οι εν λόγω προθεσμίες;

Προβλέπεται έναρξη προθεσμίας που εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση ή ειδικά σε ορισμένες διαδικασίες της πολιτικής δικονομίας;

Mε βάση τον κανόνα ότι οι προθεσμίες που ορίζονται από τον νόμο ή το δικαστήριο αρχίζουν από την επόμενη του αφετήριου γεγονότος, η τελευταία ημέρα οπότε και λήγουν, ανευρίσκεται σε σχέση μ’ αυτή (την επόμενη του αφετήριου γεγονότος).

Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους. Για παράδειγμα, αν δικαστική απόφαση δημοσιεύθηκε στις 8 Μαΐου 2000, η τριετής προθεσμία για την άσκηση εφέσεως λήγει στις 9 Μαΐου 2003. Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία για τον υπολογισμό αν παρεμβάλλεται δίσεκτο έτος.

Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις παρέλθει η ημέρα του τελευταίου μήνα που αντιστοιχεί στην ημέρα έναρξης. Αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα. Σημειώνεται ότι δεν έχει σημασία ο αριθμός των ημερών που έχει κάθε μήνας.

Η προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι (6) μηνών και η προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών.

Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες που μεσολαβούν και είναι σύμφωνα με τον νόμο εξαιρετέες. Η εξεύρεση της τελευταίας ώρας γίνεται με αναγωγή στην έναρξη της προθεσμίας που είναι η πρώτη ώρα μετά το εναρκτήριο γεγονός. Για παράδειγμα, εάν έχει προγραμματισθεί λήψη ένορκης βεβαίωσης για τις 10:00, συντρέχει εμπρόθεσμη κλήτευση εάν η κλήση επιδόθηκε στις 9:40.

 

6. Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα; Η παράταση αυτή ισχύει ακόμη και όταν η εν λόγω προθεσμία αρχίζει με την επέλευση ενός μελλοντικού γεγονότος;

Εάν η προθεσμία λήγει σε εξαιρετέα ημέρα ή Σάββατο, μετατίθεται η λήξη της στην επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα, ακόμα και αν το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας είναι ένα μελλοντικό γεγονός.

 

7. Όταν η αίτηση υποβάλλεται σε δικαστήριο που έχει την έδρα του στο μητροπολιτικό έδαφος του κράτους μέλους (για τα κράτη που περιλαμβάνουν εδάφη εκτός της μητρόπολης ή έχουν γεωγραφικά χωριστά εδάφη), προσαυξάνονται οι προθεσμίες για τα πρόσωπα που διαμένουν/κατοικούν σε ένα από αυτά τα εδάφη ή για εκείνα που διαμένουν/κατοικούν σε ένα από αυτά τα εδάφη ή για εκείνα που διαμένουν/κατοικούν στο εξωτερικό; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, για πόσο χρονικό διάστημα;

Δεν υπάρχει πρόβλεψη για παρέκταση των προθεσμιών που θέτει ο ΚΠολΔ ως προς κατοίκους που διαμένουν σε μακρινά ή απομονωμένα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας. Αν όμως ο διάδικος διαμένει εκτός Ελλάδος ή είναι αγνώστου διαμονής, προβλέπεται στον ΚΠολΔ μεγαλύτερη προθεσμία, ανάλογα με την διαδικασία.

 

8. Και αντιστρόφως, όταν η αίτηση υποβάλλεται σε δικαστήριο που έχει την έδρα του σε ένα από αυτά τα απομακρυσμένα γεωγραφικά από τη μητρόπολη εδάφη, προσαυξάνονται οι προθεσμίες για τα πρόσωπα που δεν διαμένουν/κατοικούν στα εδάφη αυτά ή για τα πρόσωπα που διαμένουν/κατοικούν στο εξωτερικό;

Ομοίως, ο νόμος δεν προβλέπει την παρέκταση της προθεσμίας λόγω αποστάσεως, είτε η έδρα του Δικαστηρίου βρίσκεται μακριά από την κατοικία του διαδίκου είτε όχι. Η προθεσμία είναι κατά κανόνα ενιαία για τους διαδίκους. Υπάρχει όμως ειδική πρόβλεψη σε περίπτωση που κάποιος διάδικος διαμένει εκτός Ελλάδος.

 

9. Υπάρχει προθεσμία για την άσκηση ειδικών ενδίκων μέσων σε ορισμένες αστικές υποθέσεις;

Η προθεσμία της εφέσεως ρυθμίζεται στο άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ. Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα είναι τριάντα (30) ημέρες και αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής είναι εξήντα (60) ημέρες. Η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών δεν αφορά αυτούς που η διαμονή τους στο εξωτερικό είναι πρόσκαιρη (ταξίδια αναψυχής, ολιγοήμερη απουσία για ειδικό σκοπό), αλλά έχει κάποια διάρκεια, συνδεόμενη με την επαγγελματική ή οικογενειακή τους κατάσταση.

 

10. Σε επείγουσες περιπτώσεις ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία, μπορούν τα δικαστήρια να συντμίσουν τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο ή να καθορίσουν ειδική προθεσμία εμφάνισης; Και αντιστρόφως, μπορούν να παραταθούν οι εν λόγω προθεσμίες;

Στην ελληνική έννομη τάξη γίνεται δεκτό ότι η αξίωση για ένδικη προστασία περιλαμβάνει, ανεξάρτητα από την φύση της διαφοράς, τόσο την οριστική, όσο και την προσωρινή δικαστική προστασία. Με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (κατά τα άρθρα 682-738 του ΚΠολΔ) ρυθμίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες λόγω του κατεπείγοντος, ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, τα δικαστήρια μπορούν να διατάζουν μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα τους, αρμόδιος να ορίσει τον τόπο και τον χρόνο συζητήσεως της αιτήσεως για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι ο δικαστής, ο οποίος ενεργεί με γνώμονα την ταχύτητα, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη και το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων. Έτσι έχει ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο κλητεύσεως και την προθεσμία κλητεύσεως, ακόμα και για πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστης διαμονής. Η συζήτηση μπορεί να ορισθεί και Κυριακή ή εορτή.

Εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα, στις υπόλοιπες αστικές διαδικασίες εφαρμόζονται οι προθεσμίες που αναφέρθηκαν ανωτέρω, χωρίς να προβλέπεται η επιμήκυνσή τους.

 

11. Εφόσον μία πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας, κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;

Δεν υπάρχει στην ελληνική έννομη τάξη.

 

12. Ποιες είναι οι κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;

Η μη τήρηση προθεσμιών που αφορούν δικαστική ενέργεια δεν επάγεται δικονομικές συνέπειες. Η παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ενέργειας για πράξεις των διαδίκων επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα, ενώ στις προπαρασκευαστικές προθεσμίες επέρχονται άλλου είδους αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα απαράδεκτο της συζήτησης (βλ. άρθρο 271 § 1 του ΚΠολΔ).

 

13. Εάν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα προσφέρονται στους ερημοδικούντες διαδίκους;

Η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι ένα ένδικο βοήθημα που προβλέπεται από το Σύνταγμα, με το οποίο εάν ο διάδικος εξ αιτίας ανωτέρας βίας του, ή δόλου του αντιδίκου του δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την πάροδο της προθεσμίας κατάσταση.

Εξαιρετικά όμως, τέτοια αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί εάν στηρίζεται α) σε πταίσμα του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου, β) σε περιστατικά που ο δικαστής κατά την εξέταση της αίτησης για παράταση προθεσμίας ή για αναβολή έκρινε προκειμένου να χορηγήσει την σχετική παράταση ή αναβολή. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν τηρήθηκε η προθεσμία, τα αποδεικτικά μέσα για εξακρίβωση της αλήθειας και την πράξη που παραλήφθηκε, ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Η αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πρέπει να συζητηθεί σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστά την ανωτέρα βία, ή της γνώσης του δόλου, χωρίς να επιτρέπεται η άσκηση νέας, αν για οποιονδήποτε λόγο χαθεί η παραπάνω προθεσμία (βλ. άρθρα 152-158 του ΚΠολΔ).

 

ec.europa.eu

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *