Επίδοση

Τελευταία ενημέρωση την 13 Μαρ 2011 — 08:59

Η επίδοση σε υπάλληλο υποκαταστήματος Τράπεζας στον οποίο οι νόμιμοι και καταστατικοί εκπρόσωποί της χορηγούν πληρεξουσιότητα δεν θεωρούνται συλλήβδην και νόμιμοι εκπρόσωποί της και δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειες.

Η αντιπροσωπευτική εξουσία τους περιορίζεται μόνον μέσα στα όρια της καθ’ ύλην αρμοδιότητας τους και εκπροσωπούν την Τράπεζα μόνον ως προς τις υποθέσεις του υποκαταστήματος (άρθρ.126 § 2 ΚΠολΔ).ΑΠ 1443/2006, σ. 670. ΑΠ 1786/2006, σ.714.

Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του επισημειούμενου στο επιδοθέν έγγραφο χρόνου επιδόσεώς του και στον αναφερόμενο από τον δικαστικό επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως, υπερισχύει ο αναφερόμενος στην έκθεση. (άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ).ΑΠ 1102/2006 ΝοΒ 2006, Τόμος 54, σελ. 1507.

Όταν αγωγή αποζημίωσης περιλαμβάνει κονδύλιο απώλειας εισοδήματος, πρέπει να προσκομίζεται βεβαίωση ότι αντίγραφο της αγωγής επιδόθηκε στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, αλλιώς η συζήτηση της αγωγής, ως προς το κονδύλιο αυτό, κηρύσσεται απαράδεκτη.ΜονΠρΘεσ. 20873/2005, Αρμ. 2006, 1718.

Επίδοση σε νομικό πρόσωπο με έδρα σε κράτος μέλος της Ε.Ε. κατά τον κανονισμό 1348/2000 υπεροχή των διατάξεων του κανονισμού έναντι εκείνων του εθνικού δικαίου των κρατών μελών προβλεπόμενοι τρόποι επιδόσεως . Ερημοδικία εναγομένου και υποχρεωτική αναστολή εκδόσεως αποφάσεως μέχρι να διαπιστωθεί ότι η εισαγωγική δίκης πράξη επιδόθηκε κατά το δίκαιο του κράτους παραλαβής, ή επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο με άλλο τρόπο  προβλεπόμενο από τον κανονισμό και , σε κάθε περίπτωση, έγκαιρα, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί δυνατότητα παρεκκλίσεως, υπό προϋποθέσεις (παρέλευση τουλάχιστον εξαμήνου από την ημερομηνία διαβιβάσεως), από την παραπάνω υποχρέωση  και εκδόσεως οριστικής αποφάσεως χωρίς την ύπαρξη βεβαιώσεως επιδόσεως ισχύς της δυνατότητάς αυτής στην Ελλάδα κρίσιμη για την έναρξη υπολογισμού  του εξαμήνου είναι η ημερομηνία αποστολής από το Υπουργείο Δικαιοσύνης  προς την αλλοδαπή υπηρεσία παραλαβής  πεδίο εφαρμογής του κανονισμού έννοια της διατηρήσεως σε ισχύ του άρθρ. 134 παρ. 1 ΚΠολΔ.326/2006 ΜονΠρΚέρκυρας, Αρμ. 2007, σε. 1372

Η Αξίωση κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου για την καταβολή αποζημίωσης στο ζημιωθέντα από αυτοκινητικό ατύχημα παραγράφεται μετά την παρέλευση δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος. Η σχετική ρύθμιση του άρθρου 19 § 2 του ν. 489/1976 δεν αντίκειται στο άρθρο 20 § 1 Σ. Η σχετική ρύθμιση του άρθρου 19 § 2 του ν. 489/1976 δεν αντίκειται στο άρθρο 20 § 1 Σ. Η διάταξη του ΑΚ 937 § 1 ΑΚ, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί επί της ως άνω αξιώσεως (Άρθρο 19 §2 του ν. 489/1976, §1 Σ, ΑΚ 937). ΑΠ 603/2006, ΝοΒ 2007, σελ. 84.

Η σχετική επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή σε αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο Ειρηνοδικείο στον Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το Ειρηνοδικείο. Είναι άκυρη η επίδοση της αίτησης αναίρεσης και της σχετικής κλήσης για συζήτηση, που έγινε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και όχι σε αυτόν του Αρείου Πάγου (άρθρα 134 § 1 και 135 ΚΠολΔ). ΑΠ 189/2007, σ. 1362.Ø

Προϋποθέσεις  επίδοσης σε νομικό πρόσωπο στην ημεδαπή. Όταν η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση, πρέπει οπωσδήποτε να μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης το πρόσωπο του εκπροσώπου του νομικού προσώπου η μη ανεύρεση αυτού στον τόπο που πρόκειται να γίνει η επίδοση, νομιμοποιεί τα εκ προοιμίου άγνωστα πρόσωπα, τα οποία έχουν τις ιδιότητες που αναφέρονται στην ΚΠολΔ 129 § 1 να παραλάβουν το προς επίδοση έγγραφο. Στην περίπτωση που ο καθού – οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, ως κατοικία για τον υπολογισμό των προθεσμιών της Κ.Πολ.Δ. 999 δεν θεωρείται η έδρα του νομικού προσώπου, αλλά η κατοικία του φυσικού προσώπου, το οποίο εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο.(Μ.Πρ. Πειρ. 6636/2003, ΝοΒ 52/2004, σελ. 74)Ø

Στην περίπτωση θυροκόλλησης του, προς νομικό πρόσωπο, επιδιδομένου εγγράφου κατά το άρθρο 128, παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης και το όνομα του εκπροσώπου του. (Ολ.ΑΠ 16/2000, Δ/νση 41, 957)Ø

Επίδοση αντιγράφου δικαστικών αποφάσεων μη επικυρωμένων ισοδυναμεί με παράλειψη επιδόσεως(ΑΠ 925/2003 ΝοΒ 52/2004, σελ. 384)Ø

Απαράδεκτο συζητήσεως κατά το άρθρο 576 §3 ΚΠολΔ επειδή δεν κλητεύτηκαν όλοι οι διάδικοι. Κλήτευση κληρονόμων αρχικού διαδίκου που γίνεται απλώς με την ιδιότητά τους ως κληρονόμων του θανόντος αρχικού διαδίκου και όχι ονομαστικά είναι αόριστη (μη νόμιμη).ΑΠ 70/2004, ΝοΒ 52/2004, σελ. 1375.Ø

Η κατά το άρθρο 518 § 1 ΚΠολ.Δ. εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση εφέσεως από διάδικο που διαμένει στο εξωτερικό αρχίζει, κατά το άρθρο 136 § 1, σε συνδ. και προς το άρθρο 134  § 1 ΚΠολ.Δ, από την κατά την τελευταία διάταξη πλασματική επίδοση στον αρμόδιο εισαγγελέα η ρύθμιση αυτή δεν καταργήθηκε με τη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης, που κυρώθηκε με το  άρθρο 1 του ν. 1334/1983 απόρριψη αίτησης αναιρέσεως  από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολ.Δ. για κήρυξη απαραδέκτου λόγου εκπρόθεσμης (μετά την πάροδο 60 ημερών από την πλασματική προς τον εισαγγελέα επίδοση) άσκησης εφέσεως.(ΑΠ 266/2004, ΝοΒ 53/2005, σελ. 273)Ø

ΑΠΟΒΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ: Η ανακοπή κατά Πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής Δασάρχη θα πρέπει με ποινή απαραδέκτου να κοινοποιείται στον οικείο Δασάρχη, τον Προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ και στον Υπουργό Οικονομικών. (Μ.Πρ. Αγρ. 254/2004, ΝοΒ 53/2005, σελ. 918)Ø

ΕΠΙΔΟΣΗ (ΔιοικΔ): Η επισημείωση του οργάνου επιδόσεως στο επιδιδόμενο έγγραφο δεν κατισχύει της εκθέσεως επιδόσεως ως προς την ημέρα και ώρα επιδόσεως. (ΣτΕ 118/2005, ΝοΒ 53/2005, σελ 1163)

-“Γραφείο” όπου η επίδοση, κατά την έννοια του άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ είναι ο χώρος στον οποίο εκείνος στον οποίο αφορά η επίδοση ασκεί το επάγγελμά του ή προσφέρει πράγματι, κατά το χρόνο της επίδοσης, τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης. Από μόνη όμως την ιδιότητα του καθού η επίδοση ως μέλους του ΔΣ της ΑΕ δεν αποδεικνύεται η διατήρηση από αυτόν γραφείου στη διεύθυνση της ΑΕ, με την έννοια ότι εκεί ασκούσε το επάγγελμά του, αν τούτο δεν μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης ή αν παρείχε τις υπηρεσίες του στην έδρα της ΑΕ κατά το χρόνο της επίδοσης. ΑΠ ολ 32001.

-Το άρθρο 134 ΚΠολΔ εκτοπίζεται από τη μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρα-τίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας υπογραφείσα από 10.4.1976 Σύμβαση δικαστικής αρωγής επί αστικών και ποινικών υποθέσεων, η οποία κυρώθηκε με το ν. 841 της 21/ 21.12.1978 (ΕΚ τ. Α’ 228 της 21.12.1978) και άρχισε να ισχύει από 26.4.1980 (ΕΚ τα Α’ 80 της 11.4.1980). Ειδικότερα από τις διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα αυτής προκύπτει σαφώς: 1) η επίδοση πρέπει να αποδεικνύεται από τη βεβαίωση της Αρχής του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, που να εμφαίνει τον τρόπο, την ημερο-μηνία της επίδοσης και τα στοιχεί του παραλήπτου και 2) ότι με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η αρχή της πραγματικής περιελεύσεως του επιδοτέου εγγράφου στον παραλήπτη, η οποία αποδεικνύεται κατά τον μνημονευθέντα τρόπο και επομένως δεν ισχύει κάθε άλλη αντίθετη ρύθμιση. ΑΠ 827/2003 ΕλΔ 2004, 135.

– Επίδοση σε άτομα άγνωστης διαμονής. Εφόσον η σχετική κλήση απευθύ-νεται σε περισσότερους τους ενός άγνωστης διαμονής διαδίκους, δεν αρκεί η επίδοση στον Εισαγγελέα μιας μόνο κλήσης μετ’αντιγράφου του ενδίκου με-σου, αλλά πρέπει να επιδίδονται στον Εισαγγελέα τόσες κλήσεις, όσοι εκείνοι τους οποίους αφορά αυτή. ΑΠ 589/2004 ΕλΔ 2004,1637.

– Η επίδοση της οριστικής απόφασης, με την οποία επέρχονται οι νόμιμες συνέπειές της, είναι έγκυρη όταν γίνει στον νομίμως διορισμένο δικαστικό πληρεξούσιο, που παραστάθηκε νομίμως, έστω και αν αυτός δεν διατελεί στο δικαστήριο που την εξέδωσε. ΑΠ 669/2004 ΕλΔ 2004,1638.

– Επίδοση απόφασης σε πρόσωπο που διαμένει στο εξωτερικό, σύμφωνα με τη σιεθνή σύμβαση της Χαγης (ν. 1334/93). Η επίδοση συντελείται με την παράδοση της απόφασης στον Εισαγγελέα, οπότε αρχίζει να τρέχει και η προθεσμία για άσκηση έφεσης. ΑΠ 227/1999 ΕλΔ 1999,1053. Κατά τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 Κ. Πολ.Δ. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Για τη συμπλήρωση τω δύο αυτών εργασίμων ημερών συνυπολογίζονται, αν μεσολαβήσουν μεταξύ της επιδόσεως της κλήσεως και του ορισθέντος χρόνου εξετάσεως του μάρτυρος, η ημέρα του Σαββάτου και 3ης Οκτωβρίου, γιατί το Σάββατο, όπως και η 3η Οκτωβρίου είναι για τις υπηρεσίες των δικαστηρίων μη εργάσιμες ημέρες, δεν είναι όμως και εξαιρετέες κατά την έννοια του άρθρου 145 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. (πρβ ΑΠ 708/1993, ΑΠ 1320/1987). Α.Π 686/2003

Δημοσίευση Νόμος.Δεν είναι νόμιμη η επίδοση σε πρόσωπο που δηλώνει στον δικαστικό επιμελητή, ότι είναι κληρονόμος του προς ον η επίδοση ήδη αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου. Το πρόσωπο αυτό δεν έχει καμία από τις ιδιότητες του άρθρου 128 § 1 ΚΠολΔ.ΑΠ 434/2006 ΝοΒ 2006, σελ. 1505.

Όταν αγωγή αποζημίωσης περιλαμβάνει κονδύλιο απώλειας εισοδήματος, πρέπει να προσκομίζεται βεβαίωση ότι αντίγραφο της αγωγής επιδόθηκε στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, αλλιώς η συζήτηση της αγωγής, ως προς το κονδύλιο αυτό, κηρύσσεται απαράδεκτη. ΜονΠρΘες. 20873/2005, Αρμ. 2006, 1718.

Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του επισημειούμενου στο επιδοθέν έγγραφο χρόνου επιδόσεώς του και στον αναφερόμενο από τον δικαστικό επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως, υπερισχύει ο αναφερόμενος στην έκθεση. (άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ). ΑΠ 1102/2006 ΝοΒ 2006, Τόμος 54, σελ. 1507.

Αν η τελευταία ημέρα προπαρασκευαστικής προθεσμίας είναι εξαιρετέα (αργία) ή Σάββατο, ως τελευταίας ημέρας νοουμένης της αμέσως προηγουμένης της δικασίμου, αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Στη προκείμενη υπόθεση η προθεσμία συμπληρώθηκε την 7.00 μ.μ της ημέρας της δικασίμου, η οποία είχε προσδιορισθεί για τη συζήτηση της αναίρεσης την 9.30 π.μ. της ίδιας αυτής ημέρας (ν.1157/1981 άρθρ. 1 § 12 εδ. α΄). Π. 36/2006, ΝοΒ 2006,  Τόμος 54, σελ. 1049

Η αξίωση παραγράφεται ακόμα και όταν το δικαστήριο, λόγω κορεσμού των πινακίων, ορίσει δικάσιμο που απέχει χρονικό  διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών (άρθρα 19 ν. 146/1914 και 261 ΑΚ).

–  Νομικά αβάσιμη η αντένσταση αναστολής της παραγραφής, που στηρίζεται στην αδυναμία του δικαστηρίου να χορηγήσει συντομότερη δικάσιμο, καθόσον το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ανώτερη βία. Ο διάδικος όφειλε κατά το μεσοδιάστημα να ζητήσει από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου  με νεότερη κλήση του την επίσπευση  της συζήτηση, προκειμένου να διακόψει την παραγραφή (άρθρα 255 εδ. α΄ΑΚ και 230 § 2 ΚΠολΔ). ΑΠ. 1134/2005 ΝοΒ 2006,  Τόμος 54, σελ. 1003

Επίδοση στο κατάστημα, το γραφείο  ή το εργαστήριο. Δεν απαιτείται η τήρηση σειράς  (άρθρο 127§1 ΚΠολΔ).504/2006 Άρειος Πάγος (Γ΄ Τμήμα), ΝοΒ 6, Τόμος 54, σελ. 1062

Επίδοση σε κατοικία. Εάν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται σε αυτήν πρέπει να τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο  128 §1 ΚΠολΔ σειρά μεταξύ των αρμοδίων για την παραλαβή προσώπων. Ειδικότερα το έγγραφο πρέπει να παραδοθεί σε έναν από τους συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί με τον παραλήπτη και εάν δεν υπάρχουν αυτοί ή απουσιάζουν, τότε επιδίδεται εγκύρως στους λοιπούς συνοίκους. Συνακόλουθα, είναι άκυρη η επίδοση εγγράφου σε κάποιον από τους λοιπούς συνοίκους, αν δεν βεβαιώνεται στην έκθεση ότι απουσίαζαν οι σύνοικοι συγγενείς ή υπηρέτες του παραλήπτη (άρθρ. 128§1 ΚΠολΔ). 504/2006 Άρειος Πάγος (Γ΄ Τμήμα), ΝοΒ 6, Τόμος 54, σελ. 1062

Επίδοση σε νομικό πρόσωπο. Πρέπει να βεβαιώνεται στην έκθεση το ονοματεπώνυμο του, κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπροσώπου, μόνο εφόσον επιδίδεται στον ίδιο. Όταν απουσιάζει ο νόμιμος εκπρόσωπος πρέπει να βεβαιώνεται το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του προσώπου στο οποίο επιδόθηκε το έγγραφο (άρθρα 117, 126 § 1 στοιχ. δ΄, 127 § 1, 129 και 139 § 1 στοιχ. δ΄ΚΠολΔ.504/2006 Άρειος Πάγος (Γ΄ Τμήμα), ΝοΒ 6, Τόμος 54, σελ. 1062

Επίδοση σε διάδικο που κατοικεί στην Αυστραλία. Είναι άκυρη η πλασματική επίδοση που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 134 ΚΠολΔ, καθόσον  υπερισχύουν οι διατάξεις της σύμβασης δικαστικής αρωγής μεταξύ Ελλάδος και Μεγάλης Βρετανίας της 17-2-1936, που κυρώθηκε με τον α.ν. 730/1937 (ΦΕΚ τ.Α΄227/15-6-1937), στην οποία έχει προσχωρήσει και η Αυστραλία στις 14-12-1938 (ΦΕΚ τ.Α΄ 445/1938). Με αυτές καθιερώνεται η αρχή της πραγματικής περιέλευσης του δικογράφου στον παραλήπτη, είτε μέσω της αρμόδιας αρχής του τόπου επίδοσης, είτε με τους υπαλλακτικούς τρόπους του άρθρου 4 της παραπάνω σύμβασης.220/2006 Άρειος Πάγος  Α΄Τμήμα, ΝοΒ/6, τόμος 54, σελ. 1059

Ανώνυμες Εταιρείες Χρονική διάρκεια της θητείας των μελών του Δ.Σ. Κρίση ότι αν λήξει η θητεία των μελών του Δ.Σ. , τότε αυτή δεν παρατείνεται μέχρι την εκλογή νέων μελών και δεν μπορεί να γίνει νόμιμη επίδοση δικογράφων που στρέφεται κατά την Α.Ε. Αντίθετη γνώμη μειοψηφίας, η οποία θεωρεί ότι στο χρονικό διάστημα μετά τη λήξη της θητείας των μελών του Δ.Σ. και πριν από το διορισμό νέων, λαμβάνει χώρα νόμιμη επίδοση δικογράφου κατά της Α.Ε. (Επικυρώνει ως προς το συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης την 1209/2001 ΕφΘεσ/κης). ΑΠ Ολομ. 5/2004, Δ/ΝΗ 2004/388

Τρίμηνη η αποσβεστική προθεσμία για την προσβολή του κύρους της απόλυσης. Εφόσον η τελευταία ημέρα είναι Κυριακή, η προθεσμία λήγει την επομένη. ΜονΠρΕδ 387/2005, Αρμ.2006, σελ. 265

Επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή με βάση τον Κανονισμό 1348/2000 ερημοδικία του εναγομένου κατά τη συζήτηση προϋποθέσεις για την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας, παρά την απουσία του εναγομένου παρέλευση εξαμήνου από τη διαβίβαση της πράξεως προς επίδοση κρίσιμος χρόνος ενάρξεως του εξαμήνου είναι η ημερομηνία αποστολής της πράξεως από το Υπουργείο Δικαιοσύνης προς την αλλοδαπή εταιρεία παραλαβής διαχρονικό δίκαιο ως προς την εφαρμογή του Κανονισμού 1348/2000 στα δέκα νέα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, και ειδικότερα στην Κύπρο επίδοση σε νομικό και φυσικό πρόσωπο απαιτείται η επίδοση της αγωγής και στα δύο, ακόμη και αν το ίδιο φυσικό πρόσωπο τυχαίνει να είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου αναστολή εκδόσεως αποφάσεως μέχρι την προσκομιδή βεβαιώσεως περί πραγματικής  επιδόσεως ή πιστοποιητικού περί του χρόνου διαβιβάσεως του εγγράφου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί η παρέλευση εξαμήνου κατά το αρθρ. 19 ΙΙ Κανονισμού 1348/2000.MονΠρΑΘ 1392/2005, Αρμ.2005, σελ. 1431

Κατά τη διάταξη του άρθρου 564§ 1 του ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναιρέσεως  είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως, κατά δε το άρθρο 577 § 2  του ίδιου Κώδικα, αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 143§ 1 του Κώδικα αυτού, ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής αποφάσεως. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι νόμιμα επιδίδεται η εκδοθείσα οριστική απόφαση του Εφετείου και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που παρέστη κατά την ενώπιον αυτού δίκη, από την επίδοση δε αυτής αρχίζει και η πιο πάνω προθεσμία των τριάντα ημερών της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως για τον διαμένοντα στην Ελλάδα. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 104, 438 και 440 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η μνεία στο προεισαγωγικό τμήμα της δικαστικής αποφάσεως ότι ο διάδικος παρέστη με τον αναφερόμενο σ’ αυτήν πληρεξούσιο δικηγόρο, καθώς και η βεβαίωση στο κύριο σώμα αυτής ότι το δικαστήριο δίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, αποτελεί πλήρη απόδειξη για το διορισμό, σύμφωνα με το άρθρο 96, του πληρεξουσίου δικηγόρου που εκπροσώπησε τον διάδικο στη δίκη, δεδομένου ότι η συνδρομή του στοιχείου της δικαστικής πληρεξουσιότητας είναι γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε το δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο 104 ΚΠολΔ.(…) AΠ 1091/2005 Τμ. Γ, ΝοΒ/2006, Τόμος 54, σελ. 109

Κατά το άρθρο 576 §  2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση, αν δε στη δίκη μετέχουν περισσότεροι διάδικοι και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 §4 εδ. β΄ και γ΄ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ’ άρθρο 575 εδ. β΄ του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση  αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως, μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται  νέα κλήτευση του διαδίκου. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι ότι ο απολιπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσης του κατά την αρχική δικάσιμο. Αντιθέτως αν κατά την αρχική δικάσιμο ο απολιπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση διάδικος δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως  να παραστεί, κατά δε την αρχική αυτή δικάσιμο δεν παραστάθηκε νομίμως και επομένως δεν καλύφθηκε η έλλειψη ή η ακυρότητα της επίσπευσής της, συζήτησης ή η μη νομιμότητα ή η έλλειψη της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο, η αναβολή της υπόθεσης από το πινάκιο και η έγγραφη αυτής για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη νέα διάσιμο, αφού η μη νομιμότητα ή η έλλειψη της επίσπευσης ή της κλήτευσης του για την αρχική δικάσιμο δεν καλύφθηκε λόγω της μη νόμιμης παράστασής του κατ’ αυτή. Περαιτέρω, κατά τις σαφείς διατάξεις των άρθρων 119 §§ 1, 3 και 120 ΚΠολΔ, οι διάδικοι οφείλουν να αναγράφουν στα δικόγραφά τους την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας τους, κάθε δε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιούνται εκατέρωθεν ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοινοποιείται στον αντίδικο, η επίδοση δε εγγράφου που αφορά εκκρεμή δίκη, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης είναι έγκυρη, όταν γίνει στην κατά το άρθρο 119 ΚΠολΔ. αναφερόμενη διεύθυνση και αν ακόμα ο αποδέκτης της επίδοσης δεν είχε πια εκεί την κατοικία του, εφόσον αυτός δεν είχε δηλώσει κατά τον περιοριστικώς ως άνω οριζόμενο τρόπο  μεταβολή της κατοικίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παρά πόδας της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης από 28-12-2004 πράξη του Προέδρου του Τμήματος αυτού ορίστηκε αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης η 7.10.2005. Κατά τη συνεδρίαση του Τμήματος στη δικάσιμο αυτή, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε, με αίτηση των παρόντων τότε 1ου, 2ης και 3ης των αναιρεσιβλήτων για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 13.1.2006, κατά την οποία εμφανίστηκαν οι αναιρεσείοντες και η 2η αναιρεσίβλητη ενώ οι υπόλοιποι με αριθ. 1 και 3-11 αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν. Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους αναιρεσείοντες υπ’ αριθμ.4643Γ 4642Γ 4641Γ και 4644Γ/22.6.2005 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Σ.Π.**, προκύπτει ότι η τελευταία, με  την έγγραφη παραγγελία της πληρεξούσιας δικηγόρου των αναιρεσειόντων, πήγε για να επιδώσει στους εκ των απολιπομένων 4ο, 7η, 10η και 11η των αναιρεσιβλήτων αντίστοιχα, κατοίκους Κ.** Αττικής οδός Λ. ** αριθ. 15, για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 7.10.2005, αίτησης αναίρεσης με την παρά πόδας αυτής πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, πλην, όμως βεβαιώνει και στις τέσσερις εκθέσεις ότι πήγε στην κατοικία τους, που βρίσκεται επι της οδού Ι. ** αριθ. **, στη Σ** Αττικής και αφού δεν βρήκε τους ίδιους και κανένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 128 παρ. 1 ΚΠολΔ συνοικούντα  με αυτούς πρόσωπα, θυροκόλλησε το δικόγραφο παρουσία μάρτυρα και παράλληλα τήρησε τις οριζόμενες στην § 4 εδ. β΄ και γ΄ του ως άνω άρθρου πρόσθετες διατυπώσεις. Από το περιεχόμενο, όμως, αυτό των παραπάνω εκθέσεων επίδοσης, δεν αποδεικνύεται νόμιμη επίδοση της κρινόμενης  αίτησης αναίρεσης στους προαναφερόμενους αναιρεσιβλήτους, διότι ενώ στην αίτηση αναίρεσης και τις προτάσεις των αναιρεσειόντων που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης φέρονται οι παραπάνω αναιρεσίβλητοι ως κάτοικοι  Καλλιθέας Αττικής, με διεύθυνση κατοικίας οδός Λ. ** αριθ. ** , η δικαστική επιμελητήρια πήγε για να επιδώσει στη Σαρωνίδα Αττικής, οδός Ι**, χωρίς να προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο ότι στη διεύθυνση αυτή που δεν βρέθηκαν διατηρούσαν πράγματι κατοικία, πράγμα που δεν ισχυρίζονται ούτε οι αναιρεσείοντες, ανεξάρτητα του ότι και σε κάθε περίπτωση δεν επικαλούνται οι τελευταίοι, ούτε αποδεικνύεται, νόμιμη προς αυτούς, κατά τους προαναφερόμενους τρόπους, γνωστοποίηση από τους πιο πάνω αναιρεσιβλήτους της μεταβολής της αναγραφόμενης στα δικόγραφα κατοικίας τους. Ενόψει αυτών, εφόσον δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση των παραπάνω απολιπόμενων τεσσάρων αναιρεσιβλήτων  κατά την αρχική δικάσιμο της 7.10.2005, η από αυτή αναβολή της υπόθεσης και η έγγραφή της στο πινάκιο για τη δικάσιμο της 13.1.2006, δεν ισχύει ως νόμιμη κλήτευση αυτών για την τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την οποία και πάλι δεν εμφανίστηκαν. Σημειώνεται δε ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν παραστάθηκαν και οι 1ος, 3η, 5ος, 6ος 8η και 9ος των αναιρεσιβλήτων, πλην, όμως, οι δυο πρώτοι παρέστησαν κατά την αρχική δικάσιμο της 7.10.2005 και οι υπόλοιποι είχαν κλητευθεί νόμιμα για τη δικάσιμο εκείνη. Επομένως, λόγω μη νόμιμης κλήτευσης των 4ου, 7ης, 10ης και 11ης των αναιρεσιβλήτων, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να κηρυχθεί απαράδεκτη για όλους του διαδίκους.ΑΠ 351/2006 Τμ Δ, Νοβ 2006, Τόμος 54, σελ. 855Eπίδοση έγκυρη σε διεύθυνση, γνωστοποιηθείσα με κοινοποιηθέν δικόγραφο ή με προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο, κατατιθέμενο στη Γραμματεία του δικαστηρίου που εκκρεμεί η υπόθεση, επισυναπτόμενο στη δικογραφία και κοινοποιούμενο στον αντίδικο, έστω και αν ο αποδέκτης της επίδοσης, δεν έχει πια εκεί την κατοικία του (ΚΠολΔ 119§§1,3,120).Μη νόμιμη επίδοση σε διεύθυνση των αναιρεσιβλήτων διαφορετική από τη δηλωθείσα από τους αναιρεσείοντες στο αναιρετήριο και στις προτάσεις τους.