ΣτΕ 1210/2010 Καταχρηστικοί γενικοί όροι συναλλαγών

Τελευταία ενημέρωση την 04 Μάι 2011 — 16:55

Καταχρηστικοί γενικοί όροι συναλλαγών. Νόμιμη η απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης που απαγόρευε την αναγραφή συγκεκριμένων όρων συναλλαγών -κριθέντων ήδη ως καταχρηστικών με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις- σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές.
Άρθρα: 5 παρ. 1, 43 παρ. 2 και 106 παρ. 2 Σ, ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 3587/2007, οδηγίες 93/13/ΕΟΚ και 2005/29/ΕΚ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Με τον ν. 2251/1994, όπως ισχύει, το άρθρο 153 ΣυνθΕΚ και τις οδηγίες 93/13/ΕΟΚ, 98/27 και 2005/29 καθιερώνεται η κρατική υποχρέωση προσδιορισμού της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών έναντι των καταναλωτών με γνώμονα το ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών.

Εφόσον με τις διατάξεις αυτές γίνεται ουσιαστική ρύθμιση του θέματος τούτου, η εξουσιοδότηση της παρ. 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αφορά τη ρύθμιση ειδικότερου θέματος και νομίμως παρέχεται στον Υπουργό Ανάπτυξης αρμοδιότητα κανονιστικής ρύθμισης με το ανωτέρω περιεχόμενο. Η συνταγματική προστασία της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), στην οποία περιλαμβάνονται η επαγγελματική και η συμβατική ελευθερία, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού στη Διοίκηση, να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημόσιου συμφέροντος˙ άλλωστε κατά το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν επιτρέπεται να φτάνουν μέχρι του σημείου να καθίσταται αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερής η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας. Από το σύνολο των διατάξεων του εξουσιοδοτικού νόμου προκύπτει ότι η εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Ανάπτυξης αναφέρεται στη θέσπιση ρυθμίσεων-μέτρων προς αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων στη λειτουργία της συνταγματικώς κατοχυρωμένης οικονομίας της αγοράς. Οι ρυθμίσεις αυτές εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα.

Η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης κατά σύννομη άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν συνιστά εφαρμογή κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση αλλά θέση γενικού και απρόσωπου κανόνα δικαίου και αποτελεί, κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, νομοθέτηση˙ ως εκ τούτου, δεν απαιτείται αιτιολογία εκ μέρους της Διοίκησης για την πρόκριση συγκεκριμένης ρύθμισης ως βέλτιστης. Η κανονιστική πράξη ελέγχεται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης επί της οποίας εκδίδεται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης. Η λήψη υπόψη και η εκτίμηση από τη Διοίκηση κριτηρίων τιθεμένων από την εξουσιοδοτική διάταξη δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από την ίδια την κανονιστική ρύθμιση αλλά μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου. Στο προοίμιο της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης αναφέρεται ότι για την έκδοσή της ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών.

Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως ότι από το γράμμα της διάταξης αυτής συνάγεται ότι ο Υπουργός Ανάπτυξης εξουσιοδοτείται αποκλειστικώς να εισαγάγει διατάξεις με τις οποίες καθορίζονται μόνο τα μέσα και τα τυχόν μέτρα που λαμβάνει η Διοίκηση ώστε οι προμηθευτές να συμμορφωθούν προς το δεδικασμένο αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων και ότι, συνεπώς, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Για την αναδρομική ισχύ κανονιστικής ρύθμισης, δηλαδή την πρόσδοση από την κανονιστική πράξη αναδρομής στην ουσιαστική ισχύ της απαιτείται ρητή πρόβλεψη στην εξουσιοδοτική διάταξη του νόμου. Εν προκειμένω, στην εξουσιοδοτική διάταξη δεν υπάρχει πρόβλεψη για δυνατότητα πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος στις ρυθμίσεις που θα τεθούν από τη Διοίκηση, ούτε όμως η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση περιλαμβάνει αναδρομική ρύθμιση υπό την ανωτέρω έννοια, εφόσον η ισχύς των κανόνων δικαίου που θεσπίζονται με αυτήν αρχίζει από τη δημοσίευσή της. Συνεπώς, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ανεπίτρεπτη αναδρομή, διότι οι αμετάκλητες αποφάσεις που αναφέρονται στο προοίμιό της, το δεδικασμένο των οποίων καθίσταται πλέον κανόνας δικαίου, είναι προγενέστερες της εξουσιοδοτικής διάταξης, είναι απορριπτέος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Απορριπτέος, εξ άλλου, ως αβάσιμος είναι και ο συναφής λόγος ότι η εξουσιοδοτική διάταξη έχει την έννοια ότι ο Υπουργός μπορεί να καθορίζει όρους και προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών στο δεδικασμένο δικαστικών αποφάσεων που καθίστανται αμετάκλητες μετά τη θέση σε ισχύ της εξουσιοδοτικής διάταξης, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν θέτει κανένα σχετικό περιορισμό, ούτε μια τέτοια ερμηνεία υπαγορεύεται από συνταγματικές διατάξεις και μάλιστα από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος εδάφιο τέταρτο) οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν. Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης -στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κανονιστικός νομοθέτης- διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (ΣτΕ Ολ. 3031/2008). Οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κανονιστικής υπουργικής απόφασης δεν παρίστανται απρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού δημόσιου συμφέροντος και δεν συνιστούν περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας των αιτουσών τραπεζών δυσανάλογο, μάλιστα δε προδήλως δυσανάλογο, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό. Κατά συνέπεια, η Διοίκηση, κατά τη χρήση της εξουσιοδότησης, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Απερρίφθησαν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακύρωσης που αφορούσαν τους εξής γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι κρίθηκαν ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση:

Ι. Συμβάσεις στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου.

α) Όρος που προβλέπει την είσπραξη από το πιστωτικό ίδρυμα εξόδων «χρηματοδότησης», «προέγκρισης δανείου» ή «εξέτασης αιτήματος δανείου», κλιμακούμενων ανάλογα με το ποσό του δανείου

β) Όρος που προβλέπει την επιβολή ποσού «προμήθειας» ή «εξόδων φακέλου»

γ) Όρος που προβλέπει ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής εκ μέρους του καταναλωτή οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή των τόκων ή των εξόδων, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να ζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας.

δ) Όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 – 868 ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν. ε) Όρος που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους.

στ) Όρος που προβλέπει ως πρόσθετη ασφάλεια την εκχώρηση και μεταβίβαση στο πιστωτικό ίδρυμα των μισθωμάτων επί εκμισθωμένου από τον καταναλωτή ακινήτου, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα απαιτεί επιπλέον από τον καταναλωτή να εγγράψει υπέρ αυτού προσημείωση υποθήκης για ποσό που υπερκαλύπτει το ύψος του δανείου, να διατηρεί το ακίνητο ασφαλισμένο με δικαιούχο του ασφαλίσματος το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα και να συνυπογράψει τη σύμβαση δανείου ως εγγυητής τρίτο πρόσωπο.

ζ) Όρος που προβλέπει ότι, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης μερικώς ή ολικώς του κεφαλαίου του δανείου, η οποία πραγματοποιείται μετά τον πρώτο χρόνο σύναψης της σύμβασης και εφόσον δεν υπάρχει καθυστέρηση οφειλής, ο καταναλωτής θα καταβάλει ως αποζημίωση στο πιστωτικό ίδρυμα ποσό ίσο με ποσοστό επί του κεφαλαίου που καταβάλλεται πρόωρα ή τόκους ορισμένων μηνών επί του κεφαλαίου αυτού. Επίσης, κάθε όρος που εξαρτά την άσκηση του προαναφερόμενου δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης από οποιοδήποτε αντάλλαγμα.

ΙΙ. Συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών.

α) Όρος που προβλέπει, στις περιπτώσεις ανάληψης μετρητών, την καταβολή προμήθειας στο πιστωτικό ίδρυμα.

β) Όρος που προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίων συγκεκριμένης πόλης για την επίλυση διαφορών που θα προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και καταναλωτή.

γ) Όρος που προβλέπει ότι αν, εντός συγκεκριμένης ταχθείσας από το πιστωτικό ίδρυμα προθεσμίας από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού (ή και άλλης ειδοποίησης οποτεδήποτε, για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα), ο κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι αποδέχθηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν καθώς και το χρεωστικό του υπόλοιπο και δεν έχει πλέον το δικαίωμα να το αμφισβητήσει.

δ) Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να καταγγείλει οποτεδήποτε, χωρίς προειδοποίηση ή αιτιολόγηση τη σύμβαση πίστωσης με τον κάτοχο (ή και να απαγορεύσει οποιαδήποτε χρήση της κάρτας) καθώς και να τροποποιεί μονομερώς οποιοδήποτε όρο της σύμβασης. ε) Όρος που προβλέπει την επιβάρυνση του καταναλωτή με ποσό προμήθειας ή εξόδων για τη χορήγηση από το πιστωτικό ίδρυμα βεβαίωσης οφειλών. στ) Όρος που προβλέπει την αναπροσαρμογή του ύψους της ετήσιας συνδρομής πιστωτικής κάρτας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του κατόχου της.

ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης.

Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού.

(Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης – Δέχεται την παρέμβαση)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *