891/2003 – Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (ακύρωση πλειστηριασμού)

Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 12:53

  • Εφαρμογή του άρθρου 42 του ν.2912/2001. 
  • Άκυρη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και ο πλειστηριασμός που επισπεύδεται από πιστωτικό ίδρυμα μέσα στο 2002, όταν οι πράξεις της προδικασίας [π.χ. η κατάσχεση] διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας. 
  • Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα η συνολική απαίτηση της Τράπεζας βρίσκεται σε καθεστώς (εκτελεστικού) δικαιοστασίου.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός 891/2003

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΟΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τον Στέφανο ….Πρωτοδίκη τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του ΤριμελούςΣυμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου και από τoν Γραμματέα….

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 4η Φεβρουαρίου 2003, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:
Του ανακόπτοντος: Ευαγγέλου Αποστόλου του Μιχαήλ κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του, Μουζάκη Διονυσία.

Της καθ’ ης η ανακοπή: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ» που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, νομίμως εκπροσωπούμενης, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της, Ελένη Τσάλλου

Ο ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 11.1.2002 ανακοπή του, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 260/02 κατά της καθ’ ης η προσδιορίστηκε για την σημερινή δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση ανακοπή ο ανακόπτων ζητεί, για τους αναφερομένους σε αυτήν λόγους, να κηρυχθεί άκυρη η υπ’ αριθμ. 1617/5.3.2001 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως και 1640/24.7.2001 επαναληπτική περίληψη της άνω κατασχετήριας έκθεσης που έχει συντάξει ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Κωνσταντάκος. Η ανακοπή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 933 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του ν. 2789/2000, από της ισχύος του παρόντος νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει, μέχρι την 31-10-2000. Ο χρόνος της αναστολής εκτελέσεως παρατάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 1 εδ. α του ν. 2873/2000 μέχρι την 31-3-2001 και εν συνεχεία, με το άρθρο 42 παρ. 2 του ν. 2912/2001, μέχρι την 31-12-2001. 

Σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός αν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Άρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεως μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 όπως αυτή τροποποιήθηκε, ορίζεται ότι σε περίπτωση που η οφειλή πελάτη της Τράπεζας προέρχεται από δάνεια ή πιστώσεις, τότε η αντίστοιχη συνολική απαίτηση της Τράπεζας (κεφάλαιο, τόκοι κλπ) βρίσκεται σε καθεστώς (εκτελεστικού) δικαιοστασίου και συνεπώς η εκτελεστική διαδικασία που τυχόν επισπεύδει στις περιπτώσεις αυτές η Τράπεζα από την 11-2-2000 (έναρξη ισχύος του ν. 2789/2000) έως και την 31-12-2001 είναι άκυρη (βλ. 3238/2002 ΜονΠρΑΘ 1149/2002. 426/2002. 5865/2002, 2969/2002 Μον ΠρΠειρ.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η αναγκαστική εκτέλεση, που επισπεύδεται εις βάρος του από την καθ’ης η ανακοπή με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και την περίληψη κατασχετήριας έκθεσης είναι άκυρη, διότι αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2789/2000. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 30 ν. 2789/2000 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα αποδεικνύονται τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. 1358-00/6/2.2.1995 σύμβαση πιστώσεως ανοικτού λογαριασμού τις υπ’ αριθμ. 1358-01/3/25.5.1995, 1358-02/0/30.1.1997 αυξητικές συμβάσεις, χορηγήθηκε πίστωση μέχρι του ποσού των 100.000.000 δραχμών στην εταιρεία με την επωνυμία «ΚΟΠΥΜΑΤ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΕΜΠΟΡΙΑ -ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ – ΕΚΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΦΩΤΟΑΝΤΙΓΡΑΦΙΚΩΝ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΥ» υπέρ της οποίας εγγυήθηκε ο ανακόπτων μέχρι του ποσού των 70.000.000 δρχ. Στις 12.2.1998 έκλεισε οριστικά ο λογαριασμός και κατόπιν αιτήσεως της καθ ης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4390/98 διαταγή πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθής εις ολόκληρον με τους λοιπούς οφειλέτες της το ποσό των 70.000.000 δρχ. με τους νόμιμους τόκους και τόκους επί τόκων ανά τρίμηνο και τα έξοδα απο 12.2.1998 εξόφληση εξόφληση, καθώς και 1.499.400 δρχ. για δικαστική δαπάνη. Η καθ ης προκειμένου να ικανοποιήσει την άνω απαίτηση της κατέσχεσε με την 617/5.3.2001 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Κωνσταντάκου το περιγραφόμενο σ ‘ αυτήν ακίνητο του οφειλέτη. Στη συνέχεια με την 1640/24.7.2001 Β Επαναληπτική περίληψη της άνω κατασχετήριας έκθεσης του άνω δικαστικού επιμελητή ορίσθηκε, ότι η εκπλειστηρίαση του άνω ακινήτου θα διενεργηθεί την 23.1.2002. Οι παραπάνω προσβαλλόμενες πράξεις διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας και, συνεπώς σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας είναι άκυρες. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος λόγος της ανακοπής και να κηρυχθούν άκυρες η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και η προσβαλλόμενη περίληψη κατασχετήριας έκθεσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων ανακοπής (ΕφΑθ 260/2001, ΕλλΔνη 42/1372). Η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολο της μεταξύ των διαδίκων κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των διατάξεων του ν. 2789/2000.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ:

-Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ανακοπή.

-Κηρύσσει άκυρες την υπ’ αριθμ. 1617/5.3.2001 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως και την υπ ‘ αριθμ. 1640/24.7.2001 Β Επαναληπτική περίληψη της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης, τις οποίες έχει συντάξει ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών Κ. Κωνσταντάκος.

-Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

– Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του’, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 4η Μαρτίου 2003.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *