1357/2009ΕΑ Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω εκκρεμοδικίας

Τελευταία ενημέρωση την 13 Μαρ 2011 — 08:56

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω εκκρεμοδικίας -.

Υπαρχούσης εκκρεμοδικίας είναι παράνομη η έγερση διαταγής πληρωμής και ακυρώθηκε.

ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός 1357/2009

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΊΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Δημήτριο Ζουρνή, τον οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία και του Γραμματέα Σπυρίδωνα Χρυσικού.Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 26-2-2009 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: Αλεξάνδρου Σκονδριάνου του Δημητρίου, δικηγόρου και πολιτικού επιστήμονα, κατοίκου Αθηνών (οδός Πατριάρχου Ιερεμίου, αρ. 9), ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής, αρ. 4), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Παναγιώτη Ζεβόλη.

Ο ανακόπτων με την από 27-5-2008 ανακοπή της τακτικής διαδικασίας, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 5061/27-5-2008, ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.

Για τη συζήτηση της ορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της προκειμένης αποφάσεως και μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ1 αυτό, το Δικαστήριο αφού άκουσε όσα περιέχονται στα πρακτικά. Μελέτησε τη δικογραφία και Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

Κατά το άρθρο 933 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο Ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του Ειρηνοδικείου και στο Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Επομένως, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της ανακοπής κατά της εκτελέσεως της επισπευδομένης βάσει διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου, η οποία αποτελεί μόνο εκτελεστό τίτλο, όχι όμως και δικαστική απόφαση (Εφ. Αθηνών 1239/1972 Αρμ. 26, 754 ΑρχΝ 23, 387 με παρατηρήσεις Π.Ι.Θ, ΜονΠρωτΑθ 1725/1969 ΕΕμπΔ 20, 557 ΕΕΝ 3, 658 ΝοΒ 17, 124), δεν έχει δηλαδή τα αποτελέσματα δικαστικής απόφασης και δεν κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή αλλά αποτελεί τίτλο αμέσως εκτελεστό (ΕιρΑμαλ 47/1972 ΕλΔνη 1971, 200), αφού και η αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δεν εξομοιώνεται με την αγωγή (ΕΦΛαρ 116/1971, Αρμ. 26, 6), είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο.

Συνεπώς, η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου περιορίζεται μόνο στην εκδίκαση αντιρρήσεων όσες φορές επισπεύδεται εκτέλεση βάσει δικαστικής απόφασης Ειρηνοδικείου. Εάν επισπεύδεται βάσει διαταγής πληρωμής Ειρηνοδικείου, αρμόδιο τυγχάνει τα Μονομελές Πρωτοδικείο (βλ. ΑΠ 97/1978 ΝοΒ 27 σελ. 25, ΠολΠρΑθ 2940/1987 ΑρχΝ ΛΘ’ (1988) σελ. 349).Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ανακοπή και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, ζητείται αφενός να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 14031/2008 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε βάσει οφειλής από πιστωτική κάρτα, με την οποία υποχρεώνεται ο ανακόπτων να καταβάλλει στην καθ’ ης το ποσό που αναφέρεται σε αυτήν (πλέον τόκων και εξόδων) και αφετέρου να ακυρωθεί η από 6-5-2008 επιταγή προς πληρωμή, που επέδωσε η καθ’ ης κατά του ανακόπτοντος, που είναι καταχωρημένη κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της προσβαλλομένης ως άνω διαταγής πληρωμής. Στο δικόγραφό της, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, είναι σωρευμένες αφενός μεν ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ και αφετέρου ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ.

Η δεύτερη από τις ως άνω σωρευμένες ανακοπές, με την οποία ζητείται η ακύρωση της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα η ακύρωση της από 6-5-2008 επιταγής προς πληρωμή, απαραδεκτως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι αναρμόδιο καθ’ ύλην για την εκδίκαση της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της προκειμένης αποφάσεως, επειδή η προς ακύρωση εκτελεστική διαδικασία επισπεύδεται όχι βάσει δικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά με βάση διαταγή πληρωμής δικαστή του Δικαστηρίου τούτου.

Αρμόδιο δε Δικαστήριο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθρο 933 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), στο οποίο, αφού διαταχθεί ο χωρισμός (άρθρο 218 παρ. 2 του ΚΠολΔ), πρέπει να παραπεμφθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως.Η πρώτη από τις ως άνω σωρευμένες ανακοπές, με την οποία ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. 14031/2008 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 1 α και 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Η ανακοπή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, μέσα στην προθεσμία των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α’, 222 και 308 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της αγωγής η κατάθεση της έχει ως συνέπεια την εκκρεμοδικία κι όταν αυτή επέλθει κι όσο διαρκεί δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα.

Προϋποθέσεις της υπάρξεως εκκρεμοδικίας, η οποία εμποδίζει την έρευνα από το δικαστήριο της μεταγενέστερης αγωγής, είναι αφενός η ταυτότητα της διαφοράς που εισάγεται προς εκδίκαση μεταξύ της αγωγής που ασκήθηκε πρώτη και εκείνης που εισάγεται μεταγενέστερα και αφετέρου η ταυτότητα των διαδίκων στις δύο δίκες.

Ταυτότητα δε της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 222 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σημαίνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, δηλαδή να πρόκειται για διαφορά η οποία θεμελιώνεται στα ίδια κατά βάση πραγματικά περιστατικά που υπάγονται στον ίδιο κανόνα δικαίου, ενώ ταυτότητα διαδίκων υπάρχει μόνον όταν οι διάδικοι παρίστανται και στις δύο δίκες με την ίδια δικονομική ιδιότητα, αλλά και όταν υπάρχει εναλλαγή της δικονομικής θέσης τους, αρκεί το δεδικασμένο της πρώτης δίκης να καταλαμβάνει και τους διαδίκους της δεύτερης δίκης και υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο δίκες έχουν το αυτό αντικείμενο (βλ. ΕιρΦλώρινας 81/2000 ΑρχΝ 2002, 519 και τις εκεί παραπομπές στη νομολογία).

Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω εκκρεμοδικία από την άσκηση τακτικής αγωγής, καθιστά απαράδεκτη την «εκδίκαση» της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής, η δε τυχόν εκδοθείσα (βάσει της αιτήσεως αυτής) διαταγή πληρωμής, ακυρώνεται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής (βλ. Κων. Μπέη Πολιτική Δικονομία κατ’ άρθρο ερμηνεία, 222 ΚΠολΔ, σελ. 1008 και 1009).Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων με το δεύτερο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται, ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε απαραδέκτως και είναι άκυρη, λόγω υφισταμένης εκκρεμοδικίας, γιατί η αίτηση με την οποία ζητήθηκε η έκδοση της υποβλήθηκε μετά την άσκηση από αυτόν της από 23-4-2007 τακτικής (ενοχικής) αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με γενικό αριθμό καταθέσεως 94606/2007 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου 4241/2007), εις βάρος της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, που στηρίζεται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, η συζήτηση της οποίας εκκρεμεί, αφού κατά τη δικάσιμο της 22ας-5-2008, κατά την οποία είχε αρχικά προσδιοριστεί, αναβλήθηκε για τις 21-1-210.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων που προαναφέρθηκαν (221 παρ. 1 εδ. α’, 222, 308 του ΚΠολΔ) και πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω.Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προς άμεση απόδειξη και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και γενικά από όλη τη διαδικασία αποδεικνύονται τα εξής:

Η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. 14031/18-4-2008 διαταγή πληρωμής της ειρηνοδίκου του Δικαστηρίου τούτου, εκδόθηκε επί της από 9-4-2008 σχετικής αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, με βάση τα έγγραφα που αναφέρονται σε αυτή, για οφειλή του ανακόπτοντος, και συγκεκριμένα για χρεωστικό υπόλοιπο (ποσού 1.598,40 ευρώ) της υπ’ αριθ. 4908 4504 7793 7009 πιστωτικής κάρτας (ΠΕΙΡΑΙΩΣ VISA CLASSIC), που είχε χορηγήσει η καθ’ ης τράπεζα σε αυτόν, σύμφωνα με την από 2-3-2006 σύμβαση που συνήφθη μεταξύ τους, κατόπιν της από 2-3-2006 αιτήσεως του.

Πριν από την υποβολή της ως άνω αιτήσεως της καθ’ ης και την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής ο ανακόπτων είχε καταθέσει και επιδώσει στην καθ’ ης, δηλαδή είχε ασκήσει, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την από 23-4-2007 αγωγή του (με γενικό αριθμό καταθέσεως 94606/2007 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου 4241/2007) κατά της καθ’ ης τράπεζας και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (έχοντας προσεπικαλέσει και το ΔΣΑ). Στο δικόγραφο της τακτικής ως άνω αγωγής, στο κεφάλαιο της που αφορά στην πρώτη εναγομένη (καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζα Πειραιώς), ο ανακόπτων εκθέτει ότι η εναγόμενη αυτή αντί να του χορηγήσει δάνειο, όπως ζήτησε, προκειμένου να εκδώσει επιστημονικό του πόνημα, του χορήγησε την υπ’ αριθ. 5209 4900 0817 1002 MASTERCARD και την υπ’ αριθ. 4908 5404 7793 7009 VISA, με έναρξη ισχύος από 7-3-2006, με πιστωτικό όριο εκάστης των πιστωτικών αυτών καρτών τα 1.500,00 ευρώ, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του και προσβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό, την προσωπικότητα του.

Ότι οι ως άνω συμβάσεις χορήγησης των πιστωτικών καρτών είναι «εξ υπαρχής άκυροι κατά τας διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του Α.Κ. και έλαβον χωράν άμα και δια καταχρήσεως του δικαιώματος της». Ότι δεν του έχει αποδώσει συνολικό ποσό 851,07 ευρώ (440,21+410,86), από διανομή μερίσματος του λογαριασμού Ταμείου Συνεργασίας του ΔΣΑ των ετών 2000 και 2001, αλλά το «έχει παρακρατήσει όλως ανόμως» και «υπεξαιρέσει». Ότι ενώ του οφείλει εντόκως το ως άνω ποσό, με συνεχείς οχλήσεις της, μέσω των υπαλλήλων της, επιδιώκει την είσπραξη μη οφειλομένων ποσών και «την είσπραξιν καθυστερημένων δήθεν δόσεων, εκ των άνω καρτών».

Εκθέτει επίσης, ότι αφενός καταγγέλλει με την αγωγή τις ένδικες συμβάσεις χορηγήσεως των ως άνω καρτών (για τις οποίες άλλωστε ισχυρίζεται ότι «είναι και αρχήθεν άκυρες»), οι οποίες έχουν ως σκοπό την «είσπραξη τοκογλυφικών τόκων», «αφού ο εκ δανείων τόκος είναι κατά πολύ χθαμαλώτερος» και αφετέρου ασκεί «το δικαίωμα της επισχέσεως κατ’ άρθρο 325 του ΑΚ», «δια τας τυχόν απαιτήσεις εκ των ως είρηται δύο καρτών αυτής», ως προς το ποσό των 851,07 ευρώ και ως προς το αιτούμενο με την αγωγή του (ως κατωτέρω) ποσό.

Εκθέτει επίσης ότι για τους παραπάνω λόγους (αλλά και για όσους άλλους αναφέρονται στο εκ 52 σελίδων αποτελούμενο δικόγραφο) έχει υποστεί ηθική βλάβη.

Τέλος, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη τράπεζα να του καταβάλει το ποσό των 3.000.000,00 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη εξ αιτίας της συμπεριφοράς της εναγομένης.

Από το κείμενο της αγωγής προκύπτει ότι η δεύτερη από τις αναφερόμενες πιστωτικές κάρτες και συγκεκριμένα η φέρουσα τον αριθμό 4908 5404 7793 7009 VISA είναι η κάρτα βάσει της οποίας έχει εκδοθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Στο αιτητικό της αγωγής δεν υπάρχει αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της από 2-3-2006 συμβάσεως χορηγήσεως της εν λόγω κάρτας ή αίτημα ακυρώσεως αυτής. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι πρόκειται για αγωγή αδικοπραξίας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 932 του ΑΚ, αφού ο ανακόπτων-ενάγων στη θέση του αιτητικού της παραθέτει αίτημα μόνο για την καταβολή ποσού ως χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της επικαλούμενης ως αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης.

Όμως από τη θεώρηση όλου του δικογράφου είναι φανερό ότι ο ενάγων σωρευτικά θέτει ζητήματα ως προς την εγκυρότητα ή μη της ένδικης συμβάσεως χορηγήσεως της ως άνω κάρτας, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, ολόκληρης ή μέρους αυτής (αφού υπάρχει ισχυρισμός περί αθέμιτων συμβατικών τόκων, που σχετίζεται με την εγκυρότητα του όρου της ένδικης σύμβασης (ΓΟΣ) που ορίζει το ύψος του επιτοκίου των ποσών που δανειζόταν ο ενάγων από την εναγομένη μέσω της πιστωτικής αυτής κάρτας).

Επειδή δεν είναι απαραίτητο τα αιτήματα να διατυπώνονται πανηγυρικά και να είναι παρατεθημένα σε συγκεκριμένη θέση, στο αιτητικό δηλαδή της αγωγής, αλλά μπορούν να ευρίσκονται διατυπωμένα σε οποιοδήποτε άλλο σημείο αυτής, εναπόκειται στο δικαστήριο να εκτιμήσει αν, στην προκειμένη περίπτωση, στο δικόγραφο της εν λόγω αγωγής, υπάρχει (ή θεωρείται ότι υπάρχει) αίτημα σχετικό με την αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης σύμβασης ή με την ακύρωση αυτής κι επιπλέον αν τα πραγματικά περιστατικά στο οποίο τα αιτήματα αυτά στηρίζονται, έχουν την πληρότητα ή όχι που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτές του ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες ήθελε κρίνει ως εφαρμοστέες.

Η ως άνω εκτίμηση και η κρίση περί του ορισμένου ή μη της αγωγής περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας ή περί ακυρώσεως της ένδικης συμβάσεως χορηγήσεως πιστωτικής κάρτας ανήκει στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δεν επιτρέπεται στο δικάζον εν προκειμένω δικαστήριο να εκφέρει περί αυτών γνώμη. Περαιτέρω, η εκτίμηση για το αν ο ενάγων με την εν λόγω αγωγή ασκεί πρόταση συμψηφισμού του άρθρου 440 του ΑΚ σχετικά με τα 851,07 ευρώ, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του οφείλει η εναγόμενη τράπεζα, ή ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης του άρθρου 325 του ΑΚ, ανήκει ομοίως στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Αυτό θα κρίνει αν τα εκτιθέμενα από τον ενάγοντα έχουν ή όχι την πληρότητα που απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ (σε συνδυασμό με αυτές του ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες ήθελε κρίνει ως εφαρμοστέες) και στη συνέχεια αν η επικαλούμενη αξίωση του ενάγοντος είναι ληξιπρόθεσμη και ομοειδής ή 1 συναφής με αυτήν της εναγομένης, που της επιδικάστηκε με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Μέχρι να αποφασίσει το ως άνω δικαστήριο με οριστική του απόφαση, είτε απορρίπτοντας την αγωγή λόγω αοριστίας είτε εξετάζοντας την στην ουσία της, υφίσταται εκκρεμοδικία, αφού είναι φανερό ότι υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και ταυτότητα της διαφοράς, όπως οι έννοιες αυτές εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της προκείμενης αποφάσεως.

Επομένως, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως που είχε υποβληθεί απαραδέκτως μεταγενέστερα, ήτοι μετά την άσκηση της κύριας ενοχικής αγωγής που ήγειρε, κατά τα ανωτέρω, ο ενάγων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, είναι άκυρη. Συνεπώς, ο κρινόμενος δεύτερος λόγος της ανακοπής, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, είναι βάσιμος και από την ουσιαστική του άποψη και η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από την ουσιαστική της άποψη, παρελκομένης της ερεύνης των λοιπών λόγων αυτής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντα πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της καθ’ ης η ανακοπή, η οποία ηττήθηκε στη δίκη (άρθρο 176 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Διατάσσει το χωρισμό των σωρευμένων ανακοπών.

Κηρύσσει το παρόν Δικαστήριο αναρμόδιο καθ ‘ύλην για την εκδίκαση της σωρευμένης δεύτερης ανακοπής (του άρθρου 933 του ΚΠολΔ) και Παραπέμπει την ανακοπή αυτή προς εκδίκαση στο (καθ’ ύλην και κατά τόπον) αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.Δέχεται την πρώτη από τις σωρευμένες ανακοπές (του άρθρου 632 του ΚΠολΔ).

Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 14031/2008 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Δικαστηρίου τούτου.

Καταδικάζει την καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντα, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν είκοσι (120,00) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του.